Του Ευγένιου Σπαθάρη
(H παράσταση αρχίζει με το χορό του Kαραγκιόζη και της οικογένειάς του).
KAPAΓKIOZHΣ: E!... E ρε γλέντια!
KOΛΛHTHPHΣ: Ώπα, ώπα, γεια σου, μπαμπάκο!...
KAPAΓKIOZHΣ: Γεια σου, ξυπόλυτη οικογένεια! E ρε γλέντια! Mπράβο όρεξη για χορό που 'χα! Λοιπόν, αξιότιμοι κύριοι, κυρίες και παιδιά, η παράσταση αρχίζει με τον Kαραγκιόζη γιατρό.
(Mουσική. O Kαραγκιόζης φεύγει από τη σκηνή. Eμφανίζονται ο πασάς και ο τούρκος Σουκρή).
ΠAΣAΣ: Kαλώς τον εφέντη το Σουκρή. Tι έκανες, βρήκες κομπογιανίτη γιατρό;
ΣOYKPH: Mάλιστα, πασά μου, αυτόν που μας είπε ο Xατζηαβάτης. Λέγεται Kαραγκιόζης, αλλά αρνείται ότι είναι γιατρός.
ΠAΣAΣ: E, θα χάσω το παιδί μου, εφέντη Σουκρή! Όλοι οι γιατροί είπαν πως εβουβάθη για πάντα, δε θα ξαναμιλήσει πια...
ΣOYKPH: Hσύχασε, πασά μου, και θα πάρω δυο στρατιώτες με ξύλα της φωτιάς.
(O πασάς απομακρύνεται. Eμφανίζονται δυο στρατιώτες).
ΣOYKPH: Πώς σας λένε, στρατιώτες;
ΣTPATIΩTHΣ A΄: Eμένα Γούσα...
ΣTPATIΩTHΣ B΄: Kι εμένα Mοσούλια.
ΣOYKPH: Θα κρυφτείτε πίσω από αυτή την παράγκα και θα παρουσιαστείτε, όταν σας φωνάξω.
ΣTPATIΩTEΣ: Διαταγές, αγά!
(Έξω από την παράγκα του Kαραγκιόζη).
(O Σουκρή χτυπά την πόρτα).
ΣOYKPH: (χτυπάει) Kύριε γιατρέ! Kύριε γιατρέ!
KOΛΛHTHPHΣ: (από μέσα) Mπαμπάκο, χτυπάνε την πρότα.
ΣOYKPH: Kύριε γιατρέ!
KOΛΛHTHPHΣ: Kουνιέται η παράγκα, μπαμπάκο. Πω πω! αρέας που πήγε στα ποράρια μου!
KAPAΓKIOZHΣ: E! σιγά και θα μου ρίξεις την παράγκα! Tι θέλεις;
ΣOYKPH: Tο γιατρό.
KAPAΓKIOZHΣ: Eκάνατε λάθος στην πόρτα. Eδώ δεν είναι ιατρείον, εδώ είναι λορδοκομείον.
ΣOYKPH: Ή βγαίνεις έξω ή σπάω την πόρτα!
KAPAΓKIOZHΣ: Kαι εγώ το κεφάλι! Φέρ' το καταβρεχτήρι. Xτύπα και θα δεις!
ΣOYKPH: Έβγα, γιατρέ, γιατί θα το μετανιώσεις.
(Eξακολουθεί να χτυπά).
KAPAΓKIOZHΣ: Σιγά, θα μου ρίξεις την παράγκα! Nα! (Xτυπά το Σουκρή)
ΣOYKPH: Ω! Aλλάχ, μου 'σπασες τα δόντια με το καταβρεχτήρι. Θα σου ρίξω την παράγκα.
KAPAΓKIOZHΣ: Kι εγώ σου ρίχνω το ποδήλατο!
ΣOYKPH: Δυστυχία μου! Έβγα έξω, γκιαούρη!
KAPAΓKIOZHΣ: Bγήκα, καβούρι, (Bγαίνει έξω από την καλύβα).
ΣOYKPH: Γιατί το 'κανες αυτό, χαμένε;
KAPAΓKIOZHΣ: Bλαμμένε!
ΣOYKPH: Nά 'ρθεις αμέσως να κάνεις καλά τη βεζυροπούλα! Aλλιώς θα πεθάνεις.
KAPAΓKIOZHΣ: Aφού δεν είμαι γιατρός.
ΣOYKPH: Eίσαι!
KAPAΓKIOZHΣ: Δε μου λες, κύριε, τους έφυγες ή σ' αμολύσανε;
ΣOYKPH: Δεν είμαι τρελός.
KAPAΓKIOZHΣ: Nαι, είσαι μουρλός! Άει φύγε από δω να μη σε καπλαντίσω στο ξύλο.
ΣOYKPH: Nαι, αλλά βλέπεις τους δυο στρατιώτες με τα ξύλα στο χέρι! Σε περιμένουν.
KAPAΓKIOZHΣ: Nαι, που βαστάνε και πυραύλους! Δεν είμαι γιατρός, ο κακομοίρης! Δε μ' αφήνετε στην πείνα μου να συχωρεθούν τα ποθαμένα σου και να λιγοστεύουν τα ζωντανά σου; O Θεός να σε αποδιώξει από το σπίτι σου!
ΣOYKPH: Eίσαι γιατρός, ναι ή όχι;
KAPAΓKIOZHΣ: Όχι!
ΣOYKPH: Στρατιώτες, βαράτε τον! (Oι στρατιώτες αρχίζουν να κτυπούν).
KAPAΓKIOZHΣ: Oχ, οχ, σταθείτε, σιγά... δεν έχω φάει... να σας πω... δεν είμαι...
ΣOYKPH: Bαράτε τον.
KAPAΓKIOZHΣ: Όχι, όχι, είμαι!
ΣOYKPH: Στρατιώτες, σταθείτε! Eίσαι γιατρός, ε;
KAPAΓKIOZHΣ: Όχι, εφέντη μου, ο φουκαράς, δεν είμαι...
ΣOYKPH: Δεν είσαι; Στρατιώτες!
KAPAΓKIOZHΣ: Όχι ρε, είμαι, ποιος το 'πε πως δεν είμαι γιατρός; Nτόκτορ μάλιστα! Όλοι οι γιατροί έχουν ένα δίπλωμα, εγώ έχω δυο. Mόλις το πήρα, φρέσκο, θα του βάλω και κορνίζα να το θυμάμαι χρόνια.
ΣOYKPH: Kαλά μου τα 'πε ο Xατζηαβάτης πως είσαι γιατρός. Λοιπόν, σε περιμένω στο σαράι, γιατρέ.
KAPAΓKIOZHΣ: Nαι, να ξεσκονιστώ λιγάκι, να πάρω και τα εργαλεία μου... αλλά να μου φέρετε τον φαρμακοποιόν μου, που είναι και αυτός σαν κι εμένα.
ΣOYKPH: Kομπογιανίτης, πρακτικός φαρμακοποιός;
KAPAΓKIOZHΣ: Nαι! Kαι αν πει ότι δεν είναι, ξέρεις εσύ. Δώσ' του διπλώματα και αυτουνού.
ΣOYKPH: Ποιος είναι;
KAPAΓKIOZHΣ: O Xατζηαβάτης, ο μαλαγάνας.
ΣOYKPH: Mάλιστα, γιατρέ. Φεύγω. Aντίο!
KAPAΓKIOZHΣ: A, να σου βγουν τα μάτια και τα δύο! Kολλητήρηηηη!... βάλε μέσα στην τσάντα μου σκεπάρνι, πριόνι, τανάλια, κατσαβίδια, μυστρί, αλφάδι και μπόλικο γυαλόχαρτο και το ψηλό καπέλο.
KOΛΛHTHPHΣ: Tο 'χει πάρει ο σκύλος και παίζει τερματοφύλακας.
(Στο σαράι).
ΣOYKPH: Πασά μου, έρχεται ο γιατρός και ο Xατζηαβάτης. Aφού έφαγε ξύλο, είπε κι αυτός πως είναι φαρμακοποιός.
KAPAΓKIOZHΣ: Mμμμ... τώρα μάλιστα! Γιατρός!... ψηλό καπέλο και ξυπόλυτος!... Nα, να ο Xατζατζάρης. Kουτσαίνει απ' το ξύλο. Γεια σου, μουσιού φαρμακοποιέ, χα χα χα...
XATZHABATHΣ: Γελάς, ε; Kαι δεν ξέρεις, αν δε γίνει καλά η βεζυροπούλα, θα τρως κάθε μέρα ξύλο και θα γελάω εγώ.
KAPAΓKIOZHΣ: Δεν τα λες καλά!
XATZHABATHΣ: Γιατί;
KAPAΓKIOZHΣ: Γιατί θα πω στον πασά: " Eγώ έδωσα τη συνταγή· ο φαρμακοποιός δεν έκανε καλά τα φάρμακα". Θα τρως ξύλο εσύ, θα γελάω εγώ.
XATZHABATHΣ: Kαι τι θα κάνουμε τώρα, Kαραγκιοζάκη μου;
KAPAΓKIOZHΣ: Πες του πασά να φέρει το κορίτσι.
XATZHABATHΣ: Aμέσως μουσιού ντοκτοριέν.
(Mπαίνει στο σαράι).
KAPAΓKIOZHΣ: (Mονολογεί) Eίμαι περίεργος να δω τι έχει το κορίτσι του πασά. Nα, έρχονται.
(Πλησιάζουν ο πασάς, η κόρη του και ο Xατζηαβάτης).
ΠAΣAΣ: Γιατρέ μου, το παιδί μου ούτε μιλάει ούτε λαλάει.
KAPAΓKIOZHΣ: Tι έχεις, κορίτσι μου; Για σκύψε να σε ακροαστώ.
ΦATME: Aχ, αχ!...
KAPAΓKIOZHΣ: Bήξε.
ΦATME: Γκουχ, γκουχ!
KAPAΓKIOZHΣ: Bήξε και ανάσαινε. Aνάσαινε βαθιά και βήξε μαζί.
ΠAΣAΣ: Tι έχει, γιατρέ;
KAPAΓKIOZHΣ: Σιωπή, τούβλο! Δεν ακούς που σου μιλάει το κούτσουρο; Aφού βλέπεις ότι κάνω την ακρόασιν και ετοιμάζομαι για την επίκρουσιν, μιλάς εσύ και έκανα εγώ την σύγκρουσιν. Πάντως, το κορίτσι έχει βγάλει τη στραβομάρα στο δεξιόν μισόπλευρον του παϊδιού της και τη λύσσα στο νοτιοανατολικό μέρος του εγκεφάλου.
ΠAΣAΣ: Kαι τι χρειάζεται να δοθεί στο παιδί μου;
ΦATME: Aχ, αχ!...
KAPAΓKIOZHΣ: Φαρμακοποιέ, γρήγορα να φτιάξεις το φάρμακο 623-A.
XATZHABATHΣ: Δεν το ξέρω αυτό το φάρμακο.
KAPAΓKIOZHΣ: Tο ξέρεις, αλλά το κάνεις επίτηδες.
ΠAΣAΣ: Φαρμακοποιέ, θα σε κρεμάσω!
KAPAΓKIOZHΣ: T' άκουσες; Λοιπόν, αμέσως βράσε ψαρόκολλα και ρίξε μέσα γύψο και τσιμέντο. Aφού γίνει χυλός, θα το φάει το κορίτσι.
ΠAΣAΣ: Σε τι χρησιμεύει το τσιμέντο, γιατρέ;
KAPAΓKIOZHΣ: Nα, θα κολλήσει η ψυχή της και δε θα μπορεί να την πάρει ο Xάρος.
(Στο Xατζηαβάτη). Eτοίμασε και μια εντριβή, με καυστική ποτάσα.
ΦATME: Aχ, αχ!...
KAPAΓKIOZHΣ: Θα φας καμιά μπουνιά και θα κάνεις βαχ! Πάρτε το μέσα ωσότου ετοιμάσω την καζοντανάλια να της κάνω εξαγωγή δώδεκα οδόντων.
ΠAΣAΣ: Έλα, παιδί μου.
ΦATME: Aχ, αχ!
XATZHABATHΣ: Tι θα κάνουμε τώρα;
KAPAΓKIOZHΣ: Tο κορίτσι δεν έχει καμιάν ασθένεια. Eπειδή κάτι άλλο υποψιάζομαι, θα σου πω την ιστορία του γλύπτη. Eσύ θα υποστηρίζεις ένα ξυλοκόπο, εγώ το γλύπτη. Nα, έρχεται πάλι η βεζυροπούλα. Δώσ' της αμέσως μια κουταλιά ακουαφόρτε.
ΦATME: Aχ, αχ!
XATZHABATHΣ: Γιατί δε μιλάς, κορίτσι μου;
KAPAΓKIOZHΣ: Άσε το κορίτσι να μας κάνει παρέα, ν' ακούσει και αυτή την ιστορία του χωριού.
XATZHABATHΣ: Λοιπόν;
KAPAΓKIOZHΣ: Aυτός ο γλύπτης ο φίλος μου έκανε μια ωραία κοπέλα άγαλμα από τον κορμό του πλάτανου.
XATZHABATHΣ: A! Που αγόρασε από τον ξυλοκόπο.
KAPAΓKIOZHΣ: Nαι, και το χάρισε στην κοινότητα. H ομορφιά της έκανε κάποιον να της δώσει ομιλία.
XATZHABATHΣ: Kαι μίλησε το ξύλινο άγαλμα;
KAPAΓKIOZHΣ: Nαι, και έτρεξε να την πάρει γυναίκα του.
XATZHABATHΣ: Γυναίκα του πρέπει να την πάρει ο ξυλοκόπος.
KAPAΓKIOZHΣ: Nα, πάρε την προκαταβολή. Aνήκει στο γλύπτη. (Tον χτυπάει).
XATZHABATHΣ: Nα, που θα με βαρέσεις...
KAPAΓKIOZHΣ: Nα κι άλλες, να να να να...
(O καυγάς συνεχίζεται).
ΦATME: Σταθείτε! Eίστε βλάκες και οι δυο. Aνήκει σ' αυτόν που της έδωσε την ομιλία.
KAPAΓKIOZHΣ: Άιντε, φώναξε τον πατέρα της, Xατζατζάρη!
ΦATME: Kαραγκιόζη, ή θα παντρευτώ αυτόν που θέλω άνδρα μου ή θα ξαναβουβαθώ.
KAPAΓKIOZHΣ: Α!... Τότε άσε με και θα τα κανονίσω εγώ με τον πατέρα σου.
(Πλησιάζει ο πασάς).
Πασά μου, μίλησε το κορίτσι!
ΠΑΣΑΣ: Παιδί μου!
ΦΑΤΜΕ: Μπαμπά μου!
KAPAΓKIOZHΣ: Άκου, πασά μου. Θα της δώσω το τελευταίο χάπι. Μην παρουσιασθεί κανένας από αυτό το δρόμο και τον δει το κορίτσι, γιατί θα πρέπει να τον κάνεις γαμπρό σου ό,τι και να 'ναι, και γάιδαρος με ουρά να 'ναι.
ΠΑΣΑΣ: Αμέσως να δώσω διαταγή. (Φεύγει).
ΦΑΤΜΕ: Να, γιατρέ, αυτός είναι, ο Σελίμ, ο αξιωματικός που βάζει τους σκοπούς δεξιά αριστερά.
KAPAΓKIOZHΣ: Κύριε, κύριε Πακολιάρο, κύριε Σελίνο.
ΣΕΛΙΜ: Διατάχτε, γιατρέ.
KAPAΓKIOZHΣ: Το μυστικό το 'μαθα. Αγαπάς τη μαϊμουζέλ. Κρύψου και, μόλις μετρήσω απ' το ένα ως το δέκα, θα παρουσιασθείς.
ΦΑΤΜΕ: Κάνε ό,τι σου λέει ο γιατρός.
ΣΕΛΙΜ: Μάλιστα. (φεύγει)
ΠΑΣΑΣ: (επιστρέφει) Έτοιμα όλα, γιατρέ μας.
KAPAΓKIOZHΣ: Πάρε το χάπι. Ένα, δύο, τρία, πέντε, εννιά, δέκα.
ΣΕΛΙΜ: (εμφανίζεται ξαφνικά) Τι συμβαίνει, πασά μου;
KAPAΓKIOZHΣ: Αχ, μωρέ τι μου 'κανες! Ποιος σου είπε να έρθεις εδώ αυτή την ώρα!
ΠΑΣΑΣ: Θα σε κρεμάσω Σελίμ εφέντη.
KAPAΓKIOZHΣ: Όχι! Γρήγορα, δώσε την ευχή σου και να γίνει ο γάμος! Θα πεθάνει το κορίτσι!
ΠΑΣΑΣ: Γρήγορα να σας δώσω την ευχή μου. Σκύψτε τα κεφάλια σας.
ΣΕΛΙΜ: Μάλιστα, πασά μου. Αφού εσείς το θέλετε...
KAPAΓKIOZHΣ: Σκύψτε να πάρω κι εγώ λίγη ευχούλα!
ΠΑΣΑΣ: Παιδιά μου, να ζήσετε, να γεράσετε.
KAPAΓKIOZHΣ: Να μαυρίσετε, να κορακιάσετε.
ΠΑΣΑΣ: Να ζήσετε ήμερα σαν τα περιστεράκια.
KAPAΓKIOZHΣ: Να τρωγόσαστε σαν τα γεράκια.
ΠΑΣΑΣ: Χώμα να πιάνετε, μάλαμα να γίνεται.
KAPAΓKIOZHΣ: Χώμα να πιάνετε, μπαρούτι δημητσάνικο να γίνεται.
KAPAΓKIOZHΣ: Και τώρα ν' αρχίσει το γλέντι του γάμου. Παίξε μας, μαέστρο, ένα χορό να χορέψω τη νύφη και το γαμπρό.
(Όλοι μαζί. Φωνές).
Λοιπόν, αξιότιμοι κύριοι, κυρίες και παιδιά, ο Kαραγκιόζης γιατρός ετελείωσε. Γεια σας, γεια σας!...
TEΛOΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010
Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ
Από την ιστοσελίδα: www.mythologia.8m.com
Ο Δίας πριν εδραιώσει την εξουσία του και γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του Κόσμου είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Πάντοτε βέβαια είχε στο πλευρό του τα αδέρφια του τα οποία ελευθέρωσε από το στομάχι του παιδοφάγου Κρόνου. Έτσι σε λίγο καιρό οι Τιτάνες χολωμένοι από την ήττα του Κρόνου και επειδή δε θεωρούσαν σωστό να εξουσιάζει ένας θεός νεότερος απ' αυτούς, κήρυξαν πόλεμο ενάντια στους Ολύμπιους. Οι αθάνατοι χωρίστηκαν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι Τιτάνες από τη μια πλευρά, με αρχηγό τους τον Κρόνο, χρησιμοποίησαν για οχυρό τους το όρος Όθρη• η ομάδα του Δία από την άλλη είχε για προκάλυμμά της τον Όλυμπο.Παλιοί και νέοι θεοί, αρσενικά και θηλυκά, πήραν μέρος σ' αυτόν τον πόλεμο. Όμως από την Τιτανογενιά δεν ήταν όλοι με το μέρος του Κρόνου. Η φοβερή Ωκεανίδα Στύγα μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και τη Νίκη έσπευσαν στο πλευρό του Δία. Αλλά και ο ίδιος ο πατέρας της, ο Ωκεανός, ο πρωτότοκος γιος του Ουρανού, λένε πως βοήθησε τον ανιψιό του ή τουλάχιστον πως έμεινε ουδέτερος σ' αυτή τη φοβερή θεομαχία. Επίσης, ο Προμηθέας, ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού, σ' αυτόν τον πόλεμο έγινε πρωτοπαλίκαρο και συμβουλάτορας του Δία.
Το πιο σημαντικό όμως για την παράταξη των Ολυμπίων ήταν πως η μάνα Γη, αυτή η παγκόσμια θεά της γονιμότητας, δεν υποστήριξε τα παιδιά της, αλλά στάθηκε στο πλευρό του εγγονού της, δίνοντάς του πολύτιμες συμβουλές σε κάθε δύσκολη στιγμή. Επιπλέον, από τις Τιτανίδες δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο η Θέμιδα και η Μνημοσύνη, που έγιναν αργότερα σύζυγοι του Δία και τιμήθηκαν στον Όλυμπο.Δέκα ολόκληρα χρόνια κρατούσε η φοβερή αναμέτρηση, μα ο αγώνας ήταν αμφίρροπος• άλλοτε η πλάστιγγα έγερνε προς την πλευρά των Τιτάνων και άλλοτε προς την πλευρά των Ολυμπίων. Το σύμπαν ολόκληρο ταραζόταν, μα την τελική νίκη δεν την κέρδιζε καμιά παράταξη.
Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για την ομάδα του, ο Δίας έτρεξε γεμάτος αγωνία στη γιαγιά του, τη Γαία. Φίλησε τα χέρια της με σεβασμό και ζήτησε τη συμβουλή της. Τότε αυτή, που συμπαθούσε πολύ τον εγγονό της και τον είχε προστατευόμενο σ' αυτή την μεγάλη ταραχή, έδωσε το σοφό χρησμό της: Ο Δίας έμελλε να νικήσει μόνο αν έπαιρνε με το μέρος του εκείνους τους θεούς που ήταν φυλακισμένοι στα Τάρταρα. Ευχαρίστησε τη θεϊκή γιαγιά του και αμέσως πήρε το δρόμο για τα σκοτεινά Τάρταρα. Εννιά μέρες ταξίδευε στα έγκατα της γης, έχοντας να αντιμετωπίσει τεράστιες νυχτερίδες και δηλητηριώδεις αράχνες. Με τα μαγικά βότανα όμως που του είχε δώσει η γιαγιά του ξεπερνούσε εύκολα τις δυσκολίες. Όταν έφτασε στα κελιά όπου ήταν φυλακισμένοι οι Κύκλωπες, έπρεπε πρώτα να σκοτώσει τη φοβερή Κάμπη, ένα σιχαμερό τέρας που είχαν βάλει οι Τιτάνες να φυλάει τα γιγάντια αδέρφια τους. Αυτή είχε πράσινο φολιδωτό δέρμα και ουρά σαύρας• στα αμέτρητα πόδια της ήταν φυτρωμένα δηλητηριώδη φίδια. Ο Δίας πάλευε ώρες ατελείωτες μαζί της χωρίς αποτέλεσμα. Τότε θυμήθηκε ένα μαγικό βότανο που του είχε δώσει η Γαία. Το έβαλε με τη βία στο στόμα της Κάμπης και αμέσως το φοβερό τέρας έπεσε σε βαθύ λήθαργο. Στη συνέχεια απελευθέρωσε τον Βρόντη, τον Αστερόπη και τον Άργη. Τους ζήτησε να του παρασταθούν στον πόλεμο εναντίον των Τιτάνων και τους υποσχέθηκε πως με τη δική του βασιλεία θα απολάμβαναν τιμές θεϊκές, όπως και οι άλλοι σύμμαχοί του, όπως δηλαδή η Στύγα και τα παιδιά της, όπως η Γη αλλά και τα ίδια του τ' αδέρφια. Οι Κύκλωπες συγκινημένοι και νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τον Δία που τους ελευθέρωσε, δέχτηκαν να τον βοηθήσουν. Μα και οι ίδιοι ήθελαν να εκδικηθούν τους Τιτάνες, για τους οποίους ένιωθαν απεριόριστο μίσος, γιατί τους είχαν πετάξει στα Τάρταρα κρατώντας όλη την εξουσία για τον εαυτό τους.
Μόλις ανέβηκαν πάνω στην κοσμοχαλασιά της Γης οι Κύκλωπες έδωσαν στον Δία και τ' αδέρφια του πολύτιμα δώρα που τους βοήθησαν στον πόλεμο. Χάρισαν στον αρχηγό των Ολυμπίων τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό. Στον Ποσειδώνα έδωσαν την τρίαινα, που έγινε το αιώνιο σύμβολό του και στον Πλούτωνα την "κυνέα", μια σκούφια δηλαδή από σκυλοτόμαρο που τον έκανε αόρατο. Στη συνέχεια οι μονόφθαλμοι Κύκλωπες, που ήταν λαμπροί τεχνίτες, κατασκεύασαν με τα σφυριά και τα άλλα εργαλεία τους ένα σιδερένιο προπέτασμα για να μη βλέπουν οι Τιτάνες τη λάμψη του κεραυνού και της αστραπής. Επίσης κατασκεύασαν έναν περίτεχνο βωμό αφιερωμένο στη μάνα τους, τη Γη. Εκεί οι Ολύμπιοι και οι σύμμαχοί τους έδωσαν φοβερό όρκο στο όνομα της Παγκόσμιας Μάνας. Εμψυχωμένοι λοιπόν, με καινούριες δυνάμεις και καινούρια όπλα έπεσαν με ορμή στη μάχη. Μα και οι Τιτάνες στο διάστημα αυτό της προετοιμασίας των Ολυμπίων βρήκαν το χρόνο να αναδιοργανώσουν τις δυνάμεις τους και να κατασκευάσουν καινούρια όπλα. Αντιστάθηκαν λοιπόν σθεναρά. Έτσι άρχισε από την αρχή ένας λυσσαλέος αγώνας που ανατάραξε ολόκληρο το σύμπαν.
Ο Ησίοδος περιγράφει δραματικά την κατάσταση που επικρατούσε σ' ολόκληρη την πλάση. Οι θεοί και από τις δυο παρατάξεις άρπαζαν πελώριους βράχους από τα βουνά που είχαν για προκάλυμμα, την Όθρη και τον Όλυμπο αντίστοιχα, και τους εκσφενδόνιζαν στους αντιπάλους τους. Ολόκληρη η Γη τραντάζονταν και άνοιγαν πληγές στο απέραντο κορμί της. Άλλοτε οι πελώριες κοτρόνες συγκρούονταν στον αέρα και από το φοβερό τους κρότο βούιζε ολόκληρος ο Ουρανός. Άλλοτε πάλι ξέφευγαν από τη σωστή τους πορεία και έπεφταν στον Πόντο που στέναζε κι αυτός• βυθίζονταν απότομα και κατέληγαν στα υγρά παλάτια του Νηρέα. Ο Όλυμπος και η Όθρη τινάζονταν συθέμελα όταν οι τρομεροί θεοί έβρισκαν το στόχο τους. Οι δονήσεις, τα τραντάγματα και η βοή έφταναν μέχρι τα απόμακρα Τάρταρα. Η αναταραχή αυτή γινόταν πιο έντονη όταν οι αντίπαλες παρατάξεις εγκατέλειπαν τα μόνιμα στρατόπεδά τους και έκαναν εφόδους προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Τότε τα πελώρια πόδια τους άφηναν σημάδια πάνω στην επιφάνεια της γης. Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για τους Ολύμπιους, ο Δίας, που μέχρι τότε σχεδίαζε τη στρατηγική που θα ακολουθούσε η παράταξή του και έδινε οδηγίες στους συμμάχους του, δεν άντεξε και μανιασμένος όρμησε στη μάχη. Τότε χρησιμοποίησε τα όπλα του που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες. Ο Ουρανός και ο Όλυμπος ταράχτηκαν από τις βροντές του. Ο Δίας με τρομερή ορμή σκόρπιζε τους κεραυνούς και τις αστραπές προς όλες τις κατευθύνσεις. Από το στιβαρό του χέρι η φλόγα απλώθηκε παντού. Τεράστια πυρκαγιά ξέσπασε και καταβρόχθιζε λαίμαργα τα απέραντα δάση. Η φλόγα γιγαντωμένη έτρεχε από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Η μεγάλη θερμοκρασία άρχισε να επηρεάζει και το υγρό στοιχείο. Έβραζαν τα νερά του καταγάλανου Ωκεανού και του απέραντου Πόντου. Τεράστιες ποσότητες νερού άρχισαν να εξατμίζονται και ν' ανεβαίνουν προς τα πάνω. Εκεί ενώθηκαν με τους κατάμαυρους καπνούς που έβγαιναν από το άγριο κάψιμο των δασών.
Η πυρκαγιά έφτασε μέχρι το απέραντο Χάος, που μετά από ατέλειωτους αιώνες άρχισε ν' αστράφτει και να φεγγοβολάει από τις πύρινες γλώσσες.
Η βουή και η αντάρα ήταν τέτοια, που αν κάποιος άκουγε και παρακολουθούσε όσα συνέβαιναν, θα έφερνε στο μυαλό του την αναταραχή που γινόταν όταν τότε στην αρχή της Κοσμογονίας ζευγάρωνε ο Ουρανός με τη Γη για να δημιουργήσουν το σύμπαν. Τώρα όμως έμοιαζε σαν και αυτός να επρόκειτο να πέσει από τα τεράστια ύψη του και αυτή να ξεριζωθεί από τα παντοδύναμα θεμέλιά της. Είχαν έρθει τα πάνω κάτω.
Ο μαύρος καπνός και οι ζεματιστοί ατμοί κύκλωναν τους Τιτάνες, που δυσκολεύονταν να ανασαίνουν και να βλέπουν καθαρά. Οι κεραυνοί, οι αστραπές και οι φλόγες της φωτιάς τύφλωναν τους γιγάντιους αντιπάλους του Δία. Είχαν αρχίσει ήδη να εξαντλούνται και το στρατόπεδό τους περνούσε δύσκολες ώρες.
Πάνω σε τούτη την κρίσιμη στιγμή, όταν μετά από δέκα χρόνια η μάχη άρχισε να κλίνει με το μέρος της παράταξής του, ο Δίας σκέφτηκε πάλι το χρησμό της Γης. Εκτός από τους Κύκλωπες, ο Κρόνος και τ' αδέρφια του είχαν κλείσει στα Τάρταρα και τρεις άλλους φοβερούς γίγαντες, τους Εκατόγχειρες. Αμέσως έτρεξε στη σκοτεινή φυλακή τους. Η Κάμπη είχε ξυπνήσει και προσπάθησε να τον εμποδίσει. Αυτή τη φορά όμως ο Δίας χρησιμοποίησε τα νέα του όπλα. Κατακεραύνωσε την Κάμπη, που άρχισε να φλέγεται και να ουρλιάζει. Σε λίγο απέμεινε μόνο το καμένο κουφάρι της. Ο Δίας χρησιμοποιώντας τα μαγικά βότανα της γιαγιάς του έλυσε από τα δεσμά τους τον Κόττο, τον Αιγαίονα και τον Γύγη. Αυτοί ενθουσιασμένοι από την πράξη του του υποσχέθηκαν αιώνια πίστη.
Ανέβηκαν όλοι μαζί στην επιφάνεια της γης, όπου συνεχιζόταν η τρομερή μάχη. Τη στιγμή που οι Τιτάνες εξασθενημένοι κατέβαλλαν την τελευταία τους προσπάθεια για να αναχαιτίσουν τους Ολύμπιους, οι Εκατόγχειρες τυφλωμένοι από το μίσος τους για την αχαριστία που τους έδειξαν τα αδέρφια τους, άρπαξαν με τα τριακόσια συνολικά χέρια τους τριακόσιους τεράστιους βράχους και τους καταπλάκωσαν. Και όταν πέτυχαν τούτο το απίστευτο, τότε πια τους πήραν και τους έριξαν στα σκοτεινά Τάρταρα. Εκεί δηλαδή που τους είχε φυλακίσει ο Ουρανός όταν ήταν νεογέννητοι. Εκεί που είχαν κλειδώσει τα αδέρφια τους, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, παρά τις αντίθετες συμβουλές της Γης.
Αμέσως οι Κύκλωπες κατασκεύασαν χάλκινους φράχτες γύρω από τα κελιά των Τιτάνων και τριπλό ατσάλινο τείχος. Τις πόρτες κλείδωσε ο Ποσειδώνας και ο Δίας ανέθεσε στους Εκατόγχειρες να παραμείνουν εκεί, πιστοί του φύλακες. Έτσι τέλειωσε η Τιτανομαχία, μια από τις πιο σπουδαίες και τις πιο μακροχρόνιες δοκιμασίες που έπρεπε να περάσει ο Δίας μέχρι να γίνει ο μοναδικός κυβερνήτης του Σύμπαντος. Σε λίγο άρχισε ολόκληρη η πλάση να ηρεμεί και η πυρκαγιά που προκλήθηκε από τους αμέτρητους κεραυνούς του Δία υποχώρησε. Οι θεοί του Ολύμπου γιόρτασαν τη νίκη τους και ευχαρίστησαν τη Γη που τόσο πολύ τους βοήθησε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ www.mythologia.8m.com
ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Κοσμογονία
Λεπτομερές Σχεδιάγραμμα
ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ
Γαία
Γίγαντες
Κένταυροι
Κρόνος
Ουρανός
Ρέα
Τιτάνες
ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Δίας
Ήρα
Άρης
Άρτεμις
Ποσειδώνας
Πλούτωνας
Αθηνά
Απόλλωνας
Διόνυσος
Εστία
Αφροδίτη
Ήφαιστος
Δήμητρα
Ερμής
ΑΛΛΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ
Οι Μοίρες
Οι Μούσες
Οι Νύμφες
Οι Χάριτες
Ατλαντας
Ασκληπιός
Γλαύκος
Διόσκουροι
Ήβη
Θέμιδα
Ίριδα
Κένταυρος Χείρωνας
Νηρέας
Πάνας
Πρωτέας
Σκύλλα Και Χάρυβδη
ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΜΙΘΕΟΙ
Οι Μαινάδες
Οι Σάτυροι
Αχιλλέας
Ηρακλής
ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΡΩΕΣ
Αγαμέμνονας
Αίας
Αινίας
Αντήνορας
Βελλερεφόντης
Δαίδαλος Και Ίκαρος
Διομήδης
Εκτορας
Θησέας
Ιάσονας
Ιδομενέας
Μενέλαος
Νέστορας
Οδυσσέας
Πάρης
Πάτροκλος
Περσέας
Πρίαμος
Πυθία
Σαρπηδόνας
Σίσυφος
Τάνταλος
Τεύκρος
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Αργοναυτική Εκστρατεία
Γιγαντομαχία
Οδύσσεια
Ορέστης και Ηλέκτρα
Τρωικός πόλεμος
Τιτανομαχία
Χρυσόμαλλο Δέρας
ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ
Το λιοντάρι της Νεμέας
Η Λερναία Ύδρα
Ο Κάπρος του Ερύμανθου
Το ιερό ελάφι της Άρτεμις
Οι Στυμφαλιδες Όρνιθες
Οι Στάβλοι του Αιγαία
Ο ταύρος της Κρήτης
Τα άλογα του Διομήδη
Η ζώνη της Ιππολύτης
Τα βόδια του Γηρυόνη
Η σύλληψη του Κέρβερου
Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων
ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Αισχύλος
Αριστοτέλης
Αριστοφάνης
Αρχιμήδης
Δημοσθένης
Δημόκριτος
Ερατοσθένης
Ευριπίδης
Ηράκλειτος
Ηρόδοτος
Ιπποκράτης
Όμηρος
Ορφικοί Φιλόσοφοι
Περικλής
Πλάτωνας
Πυθαγόρας
Πυθαγόριοι Φιλόσοφοι
Σόλωνας
Σοφοκλής
Σωκράτης
ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Αστρονομία
Αυτοματισμοί - Ρομποτική
Ενέργεια
Επικοινωνίες
Ιατρική
Ιερή Γεωμετρία - Γεωγραφία
Κομπιούτερ - Ρολόγια
Όπλα και Οπλικά Συστήματα
Πλοία - Πλοηγήσεις
Πτήσεις - Πτητικές Μηχανές
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010
Ο Βραχμάνος, Η Τίγρη Και Το Τσακάλι - Ινδικό Παραμύθι
Μια φορά κι ένα καιρό, ένας Βραχμάνος κίνησε να πάει σ' ένα προσκύνημα. Στο δρόμο του, είδε μια τίγρη κλειδωμένη μέσα σ' ένα κλουβί να ξαπλώνει νωχελικά. Βλέποντας το καημένο το θηρίο το λυπήθηκε, που ήταν αιχμάλωτο. Αλλά μετά, σκεφτόμενος τι μεγάλο κίνδυνο θα αποτελούσαν τα άγρια ζώα αν δεν ήταν φυλακισμένα, αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του.
"Ω Βραχμάνε, ω ευγενή Βραχμάνε," τον κάλεσε η τίγρη, που είχε διακρίνει τη συμπάθεια στο βλέμμα του άγιου περιπλανητή, "λυπήσου με. Ελευθέρωσέ με προτού φύγεις. Είμαι διψασμένη και θέλω να πάω σ' εκείνο το ρυάκι να πιω νερό."
"Δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη," είπε ο Βραχμάνoς, κατευθύνοντας τα βήματά του πίσω στο κλουβί. "Όχι, δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη, επειδή θα με έτρωγες προτού να πας για να πιεις νερό στο ρυάκι. Όχι, φοβάμαι ..."
"Ω άγιε βασιλιά, ω αληθινά αφοσιωμένε πατέρα," ικέτευσε η τίγρη με δάκρυα στα μάτια, "σε παρακαλώ, λυπήσου με. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, δείξε οίκτο για μένα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο αγνώμων ώστε να σε φάω ως αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου. Ω, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;"
Ο Βραχμάνος συγκινήθηκε πολύ από την ικεσία της τίγρης, και έτσι ξεκλειδώνοντας την πόρτα την άφησε ελεύθερη. Μετά, βιάστηκε να συνεχίσει το δρόμο του μια και η τίγρη τον είχε ήδη καθυστερήσει. Αλλά, προς μεγάλη του κατάπληξη, εκείνη πετάχτηκε μπροστά του και, κόβoντάς του το δρόμο, φώναξε:
"Μείνε, ω παντογνώστη, μείνε. Είχες υποψίες και φοβόσουνα ότι θα μπορούσα να σε φάω αν με άφηνες έξω από το κλουβί. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, έβαλες την ιδέα της τροφής στο κεφάλι μου. Έτσι, θα σε φάω και θα ικανοποιήσω την πείνα μου, προτού πάω για να σβήσω τη δίψα μου. Οι γιατροί λένε ότι δεν είναι καλό να πίνεις με άδειο στομάχι."
"Ω, μα υποσχέθηκες ότι δε θα μου έκανες κακό να σε ελευθέρωνα από το κλουβί!" είπε ο Βραχμάνος τρέμοντας από φόβο. "Είσαι ένα αχάριστο κάθαρμα"
"Είτε υποσχέθηκα είτε όχι," απάντησε η τίγρη με μια αινιγματική έκφραση στο πρόσωπο, "είμαι πεινασμένη, και πρέπει να σε φάω. Εξάλλου, δεν μπορώ να αγνοήσω τη συμβουλή του γιατρού και να πάω να πιω με άδειο στομάχι."
Ο καημένος ο Βραχμάνος τώρα, στεκόταν τρέμοντας, ανίκανος να αρθρώσει λέξη, ενώ η τίγρης, ανυπόμονη για το κολατσιό της, τον πλησίασε με μικρά πηδηματάκια. Τότε ο Βραχμάνος σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να προσπαθήσει να εξασφαλίσει ακόμη λίγο χρόνο για τη ζωή του από τον εχθρό, αν αυτό ήταν δυνατόν.
"Άκουσε, φίλη μου," είπε στην τίγρη, ευγενικά αλλά με σταθερή φωνή. "Βρισκόσουνα σε άμεσο και συνεχή πόνο κλειδωμένη σ' εκείνο το κελί. Σε ελευθέρωσα επειδή μου υποσχέθηκες ότι δε θα μου έκανες κακό, όταν θα ήσουν λεύτερη. Αλλά τώρα, θες να με φας. Ας ζητήσουμε από πέντε δικαστές να μας πούνε αν είναι δίκαιο το να με φας."
"Πολύ καλά," συμφώνησε η τίγρη απρόθυμα, και συνόδευσε το Βραχμάνο προς το μέρος όπου στεκόταν ένα δέντρο Ινδοσυκής, μελαγχολικό και με γένια, σα δικαστής.
"Ω σοφό γέρικο δέντρο, άκουσε και κρίνε," παρακάλεσε ο Βραχμάνος με ενωμένα τα χέρια, γονατισμένος μπροστά του.
"Μπες στο θέμα," είπε το δέντρο με γεροντική αξιοπρέπεια.
"Αυτή η τίγρη," είπε ο Βραχμάνος, "ήταν κλεισμένη σ' ένα κλουβί. Με είδε καθώς περνούσα και με ικέτευσε να την απελευθερώσω μια και διψούσε και ήθελε να πάει σ' ένα κοντινό ρυάκι και να πιει νερό. Φοβόμουν ότι θα με σκότωνε αν άνοιγα την πόρτα του κλουβιού. Αλλά ορκίστηκε ότι δε θα της περνούσε ποτέ απ' το μυαλό να με σκοτώσει. Έτσι την άφησα ελεύθερη, και τώρα θέλει να με φάει. Πες μου, ω σοφό, είναι δίκαιο να το κάνει αυτό;"
"Οι άνθρωποι έρχονται συχνά για να ξαποστάσουν κάτω από τη δροσερή σκιά των πράσινων κλαδιών μου," είπε το δέντρο, "αλλά το χειμώνα, επειδή δεν χρειάζονται την προστασία μου κόβουν τα κλαδιά μου και καίνε τη φυλλωσιά μου σαν καύσιμο στις φωτιές τους. Ας αφήσουμε την τίγρη να φάει τον άνθρωπο, αφού το ανθρώπινο είδος πάσχει από κακοήθεια κι αγνωμοσύνη."
"Ω σοφέ δικαστή, αληθή τα λόγια σου!" αναφώνησε η τίγρη και πήδηξε προς το μέρος του Βραχμάνου, λέγοντας: "Λοιπόν, σοφέ, η σάρκα σου μυρίζει ωραία!"
"Περίμενε, περίμενε, φίλη μου, υπάρχουν τέσσερις δικαστές που πρέπει να συμβουλευτούμε ακόμη", είπε ο Βραχμάνος. Και απευθύνθηκε στο περιστέρι που είχε τη φωλιά του στο άλσος:
"Ω ευγενικό και τρυφερό περιστέρι, άκουσε και κρίνε."
"Μπες στο θέμα," είπε το περιστέρι αγαπησιάρικα.
Ο Βραχμάνος του αφηγήθηκε την ιστορία πως η τίγρη ικέτευσε να αφεθεί ελεύθερη και υποσχέθηκε να μην του κάνει κακό, αλλά να που τώρα ήθελε να τον φάει.
"Οι άνθρωποι αγαπούν το πυρόξανθο χρώμα της φυλής μου," είπε το περιστέρι, "και θαυμάζουν τη μουσική μας. Αλλά, κάθε φορά που μας βλέπουν μας πετάνε πέτρες ή απλώνουν δίχτυα για να μας πιάσουν. Οι άνθρωποι είναι στ' αλήθεια τα πιο αγνώμονα όντα στη γη, ενώ τα ζώα είναι ευγενή. Ας αφήσουμε τους ευγενείς να επικρατήσουν."
"Λοιπόν;" ρώτησε η τίγρη, θριαμβευτικά.
"Έλα, ας πάμε να ρωτήσουμε τη γνώμη εκείνου του βοδιού," είπε ο Βραχμάνος σκεφτόμενος ότι το οικόσιτο ζώο θα μπορούσε να εκφέρει γνώμη υπέρ του. Η τίγρη τον ακολούθησε, περήφανη για την ευγένεια που της είχε αποδώσει το περιστέρι.
"Ω ιερό βόδι! Ω άγιε σύντροφε της άγιάς μας αγελάδας! Άκουσέ με και απόδωσε σε μένα την πιο λελογισμένη σου κρίση," είπε ο Βραχμάνος πλησιάζοντας το μοσχάρι. "Ήμουνα στο δρόμο καθ' οδόν για ένα προσκύνημα όταν συνάντησα αυτή την τίγρη, κλεισμένη σ' ένα κλουβί. Με ικέτευσε να την απελευθερώσω γιατί όπως είπε διψούσε. Φοβόμουνα ότι θα μπορούσε να με σκοτώσει, αλλά με διαβεβαίωσε ότι αν την άφηνα ελεύθερη θα ήμουν ασφαλής. Έτσι, άνοιξα το κλουβί. Αλλά, όπως ξεκίνησα για να συνεχίσω το ταξίδι μου, ήρθε και μου είπε ότι πρέπει να με φάει προτού σβήσει τη δίψα της."
"Με τιμάς αποκαλώντας με άγιο και ιερό," είπε το βόδι. "Αλλά, το κάνεις αυτό την ώρα της ανάγκης σου. Αυτoί είναι οι τρόποι της φυλής σου. Όταν ήμουνα νέο και δυνατό και δούλευα για τον αδελφό σου τον αγρότη, με τάιζε και με αντιμετώπιζε με φροντίδα. Τώρα που είμαι γέρικο και ανίκανο, με εγκατέλειψε στην ερημιά για να συντηρήσω μονάχο τον εαυτό μου όσο καλύτερα μπορώ. Γι' αυτό νιώθω, ότι αν οι άνθρωποι είναι αγνώμονες, τα ζώα θα έπρεπε να τους πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα."
"Πεινάω για τη σάρκα σου, ω σοφέ. Πεινάω!" κραύγασε η τίγρη τρέχοντας προς το μέρος του Βραχμάνου.
"Περίμενε, περίμενε, υπάρχουν ακόμη δύο δικαστές με τους οποίους πρέπει να μιλήσουμε," είπε ο Βραχμάνος, αν και δεν έλπιζε ότι θα βρισκόταν κανείς για να αναγνωρίσει την αξία της πράξης του. "Να ο δρόμος. Άσε με να ζητήσω τη γνώμη του." Κι έτσι αφηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία στο δρόμο.
"Καλέ μου άνθρωπε," του απάντησε αυτός, "πως μπορείς να περιμένεις από μένα να αποδώσω δικαιοσύνη; Κοίταξέ με. Είμαι χρήσιμος σε όλους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους, ζώα και πουλιά. Αν και όλοι με ποδοπατάνε δε μου δίνουν τίποτα άλλο από στάχτες και τα σκουπίδια τους, και μόνο φλούδια από σπόρια για να φάω."
Ο Βραχμάνος βούλιαξε στην απελπισία. Παρ' όλα αυτά μια ισχνή ελπίδα γεννήθηκε μέσα του, όταν είδε το τσακάλι να έρχεται προς το μέρος τους. Αυτό, ίσως, να τον υποστήριζε.
"Ω, Θείε μου Τσακάλι, άκουσέ με και απόδωσε δικαιοσύνη!" ικέτευσε.
"Πες μου ολόκληρη την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος," είπε το τσακάλι.
Ο Βραχμάνος αφηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν με κάθε λεπτομέρεια.
"Ω, πόσο ηλίθιο εκ μέρους μου, αλλά μου διέφυγε η ουσία ολόκληρης της ιστορίας. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου την αφηγηθείς ξανά απ' την αρχή;"
Ο Βραχμάνος είπε ξανά την ιστορία.
"Είναι πολύ παράξενο," είπε το τσακάλι κουνώντας το κεφάλι του, "όλα φαίνονται να μπαίνουν απ' το ένα αυτί και να βγαίνουν απ' το άλλο. Τώρα, για να δούμε ακριβώς πως έγιναν τα γεγονότα. Εσύ, αγαπητέ Βραχμάνε, ήσουνα, νομίζω, μέσα στο κλουβί και η τίγρη περνούσε ..."
"Όχι, όχι" διέκοψε η τίγρη, "είσαι ηλίθιο! Εγώ ήμουνα στο κλουβί."
"Και βέβαια!" αναφώνησε το τσακάλι υποκρινόμενο το ηλίθιο. "Ναι! Εγώ ήμουνα στο κλουβί -ω, όχι δεν ήμουνα- ωιμέ, ωιμέ! Τι έπαθε το μυαλό μου; Για να δω, το κλουβί ήταν μέσα στην τίγρη και ο Βραχμάνος περνούσε -όχι, όχι, πάλι δεν τα λέω σωστά ... Λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, συνεχίστε το δρόμο σας και ρωτήστε κάποιον άλλο, γιατί εγώ αποκλείεται να καταλάβω τι μου λέτε!"
"Θα καταλάβεις!" φώναξε η τίγρη εξαγριωμένη από την ηλιθιότητα του τσακαλιού. "Θα σε αναγκάσω να καταλάβεις!"
"Κοίτα εδώ. Είμαι η τίγρη."
"Ναι," είπε το τσακάλι.
"Κι αυτός είναι ο Βραχμάνος."
"Ναι," συμφώνησε το τσακάλι.
"Και αυτό είναι το κλουβί."
"Κι εγώ ήμουνα μέσα στο κλουβί. Κατάλαβες;"
"Ναι, όχι. Δηλαδή θα ήθελα να μπορούσα να το δω πιο ξεκάθαρα."
"Είσαι ηλίθιο! Απόλυτα ηλίθιο!" κραύγασε η τίγρη.
"Ναι, ίσως και να είμαι," είπε το τσακάλι. "Αλλά θα ήθελα να ήξερα πως μπήκες στο κλουβί!"
"Πως; Ε, μα με το συνηθισμένο τρόπο, βέβαια, βρε βλάκα!" Λέγοντας αυτό πήδηξε μέσα στο κλουβί και φώναξε: "Μ' αυτό τον τρόπο. Τώρα καταλαβαίνεις;"
"Απόλυτα!" διαβεβαίωσε το τσακάλι. Και τότε, κινούμενο γρήγορα, έκλεισε την πόρτα, φυλακίζοντας μέσα την τίγρη. Ο Βραχμάνος ευχαρίστησε το τσακάλι για τη βοήθεια και συνέχισε το δρόμο του...
μετάφραση Λάκη Φουρουκλά
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
"Ω Βραχμάνε, ω ευγενή Βραχμάνε," τον κάλεσε η τίγρη, που είχε διακρίνει τη συμπάθεια στο βλέμμα του άγιου περιπλανητή, "λυπήσου με. Ελευθέρωσέ με προτού φύγεις. Είμαι διψασμένη και θέλω να πάω σ' εκείνο το ρυάκι να πιω νερό."
"Δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη," είπε ο Βραχμάνoς, κατευθύνοντας τα βήματά του πίσω στο κλουβί. "Όχι, δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη, επειδή θα με έτρωγες προτού να πας για να πιεις νερό στο ρυάκι. Όχι, φοβάμαι ..."
"Ω άγιε βασιλιά, ω αληθινά αφοσιωμένε πατέρα," ικέτευσε η τίγρη με δάκρυα στα μάτια, "σε παρακαλώ, λυπήσου με. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, δείξε οίκτο για μένα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο αγνώμων ώστε να σε φάω ως αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου. Ω, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;"
Ο Βραχμάνος συγκινήθηκε πολύ από την ικεσία της τίγρης, και έτσι ξεκλειδώνοντας την πόρτα την άφησε ελεύθερη. Μετά, βιάστηκε να συνεχίσει το δρόμο του μια και η τίγρη τον είχε ήδη καθυστερήσει. Αλλά, προς μεγάλη του κατάπληξη, εκείνη πετάχτηκε μπροστά του και, κόβoντάς του το δρόμο, φώναξε:
"Μείνε, ω παντογνώστη, μείνε. Είχες υποψίες και φοβόσουνα ότι θα μπορούσα να σε φάω αν με άφηνες έξω από το κλουβί. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, έβαλες την ιδέα της τροφής στο κεφάλι μου. Έτσι, θα σε φάω και θα ικανοποιήσω την πείνα μου, προτού πάω για να σβήσω τη δίψα μου. Οι γιατροί λένε ότι δεν είναι καλό να πίνεις με άδειο στομάχι."
"Ω, μα υποσχέθηκες ότι δε θα μου έκανες κακό να σε ελευθέρωνα από το κλουβί!" είπε ο Βραχμάνος τρέμοντας από φόβο. "Είσαι ένα αχάριστο κάθαρμα"
"Είτε υποσχέθηκα είτε όχι," απάντησε η τίγρη με μια αινιγματική έκφραση στο πρόσωπο, "είμαι πεινασμένη, και πρέπει να σε φάω. Εξάλλου, δεν μπορώ να αγνοήσω τη συμβουλή του γιατρού και να πάω να πιω με άδειο στομάχι."
Ο καημένος ο Βραχμάνος τώρα, στεκόταν τρέμοντας, ανίκανος να αρθρώσει λέξη, ενώ η τίγρης, ανυπόμονη για το κολατσιό της, τον πλησίασε με μικρά πηδηματάκια. Τότε ο Βραχμάνος σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να προσπαθήσει να εξασφαλίσει ακόμη λίγο χρόνο για τη ζωή του από τον εχθρό, αν αυτό ήταν δυνατόν.
"Άκουσε, φίλη μου," είπε στην τίγρη, ευγενικά αλλά με σταθερή φωνή. "Βρισκόσουνα σε άμεσο και συνεχή πόνο κλειδωμένη σ' εκείνο το κελί. Σε ελευθέρωσα επειδή μου υποσχέθηκες ότι δε θα μου έκανες κακό, όταν θα ήσουν λεύτερη. Αλλά τώρα, θες να με φας. Ας ζητήσουμε από πέντε δικαστές να μας πούνε αν είναι δίκαιο το να με φας."
"Πολύ καλά," συμφώνησε η τίγρη απρόθυμα, και συνόδευσε το Βραχμάνο προς το μέρος όπου στεκόταν ένα δέντρο Ινδοσυκής, μελαγχολικό και με γένια, σα δικαστής.
"Ω σοφό γέρικο δέντρο, άκουσε και κρίνε," παρακάλεσε ο Βραχμάνος με ενωμένα τα χέρια, γονατισμένος μπροστά του.
"Μπες στο θέμα," είπε το δέντρο με γεροντική αξιοπρέπεια.
"Αυτή η τίγρη," είπε ο Βραχμάνος, "ήταν κλεισμένη σ' ένα κλουβί. Με είδε καθώς περνούσα και με ικέτευσε να την απελευθερώσω μια και διψούσε και ήθελε να πάει σ' ένα κοντινό ρυάκι και να πιει νερό. Φοβόμουν ότι θα με σκότωνε αν άνοιγα την πόρτα του κλουβιού. Αλλά ορκίστηκε ότι δε θα της περνούσε ποτέ απ' το μυαλό να με σκοτώσει. Έτσι την άφησα ελεύθερη, και τώρα θέλει να με φάει. Πες μου, ω σοφό, είναι δίκαιο να το κάνει αυτό;"
"Οι άνθρωποι έρχονται συχνά για να ξαποστάσουν κάτω από τη δροσερή σκιά των πράσινων κλαδιών μου," είπε το δέντρο, "αλλά το χειμώνα, επειδή δεν χρειάζονται την προστασία μου κόβουν τα κλαδιά μου και καίνε τη φυλλωσιά μου σαν καύσιμο στις φωτιές τους. Ας αφήσουμε την τίγρη να φάει τον άνθρωπο, αφού το ανθρώπινο είδος πάσχει από κακοήθεια κι αγνωμοσύνη."
"Ω σοφέ δικαστή, αληθή τα λόγια σου!" αναφώνησε η τίγρη και πήδηξε προς το μέρος του Βραχμάνου, λέγοντας: "Λοιπόν, σοφέ, η σάρκα σου μυρίζει ωραία!"
"Περίμενε, περίμενε, φίλη μου, υπάρχουν τέσσερις δικαστές που πρέπει να συμβουλευτούμε ακόμη", είπε ο Βραχμάνος. Και απευθύνθηκε στο περιστέρι που είχε τη φωλιά του στο άλσος:
"Ω ευγενικό και τρυφερό περιστέρι, άκουσε και κρίνε."
"Μπες στο θέμα," είπε το περιστέρι αγαπησιάρικα.
Ο Βραχμάνος του αφηγήθηκε την ιστορία πως η τίγρη ικέτευσε να αφεθεί ελεύθερη και υποσχέθηκε να μην του κάνει κακό, αλλά να που τώρα ήθελε να τον φάει.
"Οι άνθρωποι αγαπούν το πυρόξανθο χρώμα της φυλής μου," είπε το περιστέρι, "και θαυμάζουν τη μουσική μας. Αλλά, κάθε φορά που μας βλέπουν μας πετάνε πέτρες ή απλώνουν δίχτυα για να μας πιάσουν. Οι άνθρωποι είναι στ' αλήθεια τα πιο αγνώμονα όντα στη γη, ενώ τα ζώα είναι ευγενή. Ας αφήσουμε τους ευγενείς να επικρατήσουν."
"Λοιπόν;" ρώτησε η τίγρη, θριαμβευτικά.
"Έλα, ας πάμε να ρωτήσουμε τη γνώμη εκείνου του βοδιού," είπε ο Βραχμάνος σκεφτόμενος ότι το οικόσιτο ζώο θα μπορούσε να εκφέρει γνώμη υπέρ του. Η τίγρη τον ακολούθησε, περήφανη για την ευγένεια που της είχε αποδώσει το περιστέρι.
"Ω ιερό βόδι! Ω άγιε σύντροφε της άγιάς μας αγελάδας! Άκουσέ με και απόδωσε σε μένα την πιο λελογισμένη σου κρίση," είπε ο Βραχμάνος πλησιάζοντας το μοσχάρι. "Ήμουνα στο δρόμο καθ' οδόν για ένα προσκύνημα όταν συνάντησα αυτή την τίγρη, κλεισμένη σ' ένα κλουβί. Με ικέτευσε να την απελευθερώσω γιατί όπως είπε διψούσε. Φοβόμουνα ότι θα μπορούσε να με σκοτώσει, αλλά με διαβεβαίωσε ότι αν την άφηνα ελεύθερη θα ήμουν ασφαλής. Έτσι, άνοιξα το κλουβί. Αλλά, όπως ξεκίνησα για να συνεχίσω το ταξίδι μου, ήρθε και μου είπε ότι πρέπει να με φάει προτού σβήσει τη δίψα της."
"Με τιμάς αποκαλώντας με άγιο και ιερό," είπε το βόδι. "Αλλά, το κάνεις αυτό την ώρα της ανάγκης σου. Αυτoί είναι οι τρόποι της φυλής σου. Όταν ήμουνα νέο και δυνατό και δούλευα για τον αδελφό σου τον αγρότη, με τάιζε και με αντιμετώπιζε με φροντίδα. Τώρα που είμαι γέρικο και ανίκανο, με εγκατέλειψε στην ερημιά για να συντηρήσω μονάχο τον εαυτό μου όσο καλύτερα μπορώ. Γι' αυτό νιώθω, ότι αν οι άνθρωποι είναι αγνώμονες, τα ζώα θα έπρεπε να τους πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα."
"Πεινάω για τη σάρκα σου, ω σοφέ. Πεινάω!" κραύγασε η τίγρη τρέχοντας προς το μέρος του Βραχμάνου.
"Περίμενε, περίμενε, υπάρχουν ακόμη δύο δικαστές με τους οποίους πρέπει να μιλήσουμε," είπε ο Βραχμάνος, αν και δεν έλπιζε ότι θα βρισκόταν κανείς για να αναγνωρίσει την αξία της πράξης του. "Να ο δρόμος. Άσε με να ζητήσω τη γνώμη του." Κι έτσι αφηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία στο δρόμο.
"Καλέ μου άνθρωπε," του απάντησε αυτός, "πως μπορείς να περιμένεις από μένα να αποδώσω δικαιοσύνη; Κοίταξέ με. Είμαι χρήσιμος σε όλους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους, ζώα και πουλιά. Αν και όλοι με ποδοπατάνε δε μου δίνουν τίποτα άλλο από στάχτες και τα σκουπίδια τους, και μόνο φλούδια από σπόρια για να φάω."
Ο Βραχμάνος βούλιαξε στην απελπισία. Παρ' όλα αυτά μια ισχνή ελπίδα γεννήθηκε μέσα του, όταν είδε το τσακάλι να έρχεται προς το μέρος τους. Αυτό, ίσως, να τον υποστήριζε.
"Ω, Θείε μου Τσακάλι, άκουσέ με και απόδωσε δικαιοσύνη!" ικέτευσε.
"Πες μου ολόκληρη την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος," είπε το τσακάλι.
Ο Βραχμάνος αφηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν με κάθε λεπτομέρεια.
"Ω, πόσο ηλίθιο εκ μέρους μου, αλλά μου διέφυγε η ουσία ολόκληρης της ιστορίας. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου την αφηγηθείς ξανά απ' την αρχή;"
Ο Βραχμάνος είπε ξανά την ιστορία.
"Είναι πολύ παράξενο," είπε το τσακάλι κουνώντας το κεφάλι του, "όλα φαίνονται να μπαίνουν απ' το ένα αυτί και να βγαίνουν απ' το άλλο. Τώρα, για να δούμε ακριβώς πως έγιναν τα γεγονότα. Εσύ, αγαπητέ Βραχμάνε, ήσουνα, νομίζω, μέσα στο κλουβί και η τίγρη περνούσε ..."
"Όχι, όχι" διέκοψε η τίγρη, "είσαι ηλίθιο! Εγώ ήμουνα στο κλουβί."
"Και βέβαια!" αναφώνησε το τσακάλι υποκρινόμενο το ηλίθιο. "Ναι! Εγώ ήμουνα στο κλουβί -ω, όχι δεν ήμουνα- ωιμέ, ωιμέ! Τι έπαθε το μυαλό μου; Για να δω, το κλουβί ήταν μέσα στην τίγρη και ο Βραχμάνος περνούσε -όχι, όχι, πάλι δεν τα λέω σωστά ... Λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, συνεχίστε το δρόμο σας και ρωτήστε κάποιον άλλο, γιατί εγώ αποκλείεται να καταλάβω τι μου λέτε!"
"Θα καταλάβεις!" φώναξε η τίγρη εξαγριωμένη από την ηλιθιότητα του τσακαλιού. "Θα σε αναγκάσω να καταλάβεις!"
"Κοίτα εδώ. Είμαι η τίγρη."
"Ναι," είπε το τσακάλι.
"Κι αυτός είναι ο Βραχμάνος."
"Ναι," συμφώνησε το τσακάλι.
"Και αυτό είναι το κλουβί."
"Κι εγώ ήμουνα μέσα στο κλουβί. Κατάλαβες;"
"Ναι, όχι. Δηλαδή θα ήθελα να μπορούσα να το δω πιο ξεκάθαρα."
"Είσαι ηλίθιο! Απόλυτα ηλίθιο!" κραύγασε η τίγρη.
"Ναι, ίσως και να είμαι," είπε το τσακάλι. "Αλλά θα ήθελα να ήξερα πως μπήκες στο κλουβί!"
"Πως; Ε, μα με το συνηθισμένο τρόπο, βέβαια, βρε βλάκα!" Λέγοντας αυτό πήδηξε μέσα στο κλουβί και φώναξε: "Μ' αυτό τον τρόπο. Τώρα καταλαβαίνεις;"
"Απόλυτα!" διαβεβαίωσε το τσακάλι. Και τότε, κινούμενο γρήγορα, έκλεισε την πόρτα, φυλακίζοντας μέσα την τίγρη. Ο Βραχμάνος ευχαρίστησε το τσακάλι για τη βοήθεια και συνέχισε το δρόμο του...
μετάφραση Λάκη Φουρουκλά
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010
Τα περιστέρια και τα παιδιά
Της Αγγελικής Βαρελλά
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Τα μικρά αγγελάκια κατέβασαν από τα ράφια τα μεγάλα χοντρά βιβλία και τ’ απόθεσαν στο συννεφένιο τραπέζι. Πήραν μολύβια και γομολάστιχες κι ήταν έτοιμα να γράψουν και να σβήσουν.
Ο Θεός ρωτούσε, οι άγγελοι απαντούσαν.
– Ανοίξτε τη σελίδα της προόδου. Πώς πάνε οι άνθρωποι;
– Πολύ καλά, αποκρίθηκε ο μεγάλος Άγγελος. Ξαναπήγαν στο φεγγάρι και φωτογράφισαν και την Αφροδίτη.
Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του.
– Από αγάπη; Από ομόνοια; Από συμπόνια; Πώς πάνε;
Οι άγγελοι κόμπιασαν. Ο Θεός κατάλαβε. Έσκυψε στη σελίδα. Ήταν πυκνογραμμένη. Διάβασε προσεκτικά και ξεχώρισε τις λέξεις: «Πόλεμοι. Μάχες. Βόμβες. Κανόνια».
– Βάλτε αυτή τη σελίδα στις ζημιές του παλιού χρόνου, είπε θλιμμένος. Ανοίξτε μια καινούργια κατάλευκη. Και πέστε να έρθουν μπροστά μου τα περιστέρια τ’ ουρανού.
Τα πουλάκια φτεροκόπησαν σε λίγο και παρατάχτηκαν μπροστά του. Τα ματάκια τους γυάλιζαν σαν τις μαύρες χάντρες του κομπολογιού.
– Σας παρακαλώ, είπε ο Θεός, να πεταχτείτε μέχρι τη γη να δώσετε αυτά τα μηνύματα στους ανθρώπους. Είναι μηνύματα ειρήνης και αγάπης. Να τους δώσετε να καταλάβουν ότι είμαι πικραμένος γιατί δεν τηρούν τις εντολές μου.
Οι άγγελοι άρχισαν να γράφουν μηνύματα σε μικρά λευκά χαρτάκια: «Αγαπάτε αλλήλους», «Επί γης ειρήνη», «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», «Ειρήνη υμίν». Ύστερα έδεσαν μικρές κορδελίτσες στα ποδαράκια των πουλιών και τα άφησαν να φύγουν.
Το ταξίδι ήταν μεγάλο. Τα περιστέρια ξεκουράστηκαν για λίγο, άλλα στην Πούλια, άλλα στον Αυγερινό, άλλα στο φεγγάρι, και αργά πια τη νύχτα έφτασαν στη γη.
Μαζί με τις νιφάδες του χιονιού, που άρχισαν να πέφτουν μέσα στην παγωνιά, έφτασαν και τα περιστέρια στη μεγάλη πόλη. Φτεροκόπησαν δυνατά, τίναξαν τα φτερά τους και στάθηκαν στις στέγες, στα πρεβάζια των παραθύρων, στα σκαλιά, στα μπαλκόνια και στα πεζοδρόμια. Το κρύο ήταν δυνατό κι ο κόσμος λιγοστός στους δρόμους. Κανένας βιαστικός δεν έδωσε σημασία στα περιστέρια, που φτερούγιζαν γύρω τους κάνοντας εναέριες βόλτες, πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο κάποιος σκέφτηκε: «Τι θέλουν τα περιστέρια μέσα στην άγρια νύχτα;» Και προχώρησε αδιάφορος.
Τα περιστέρια άρχισαν τότε να κτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα. Όλοι όμως ήταν απασχολημένοι. Έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόνταν, έβλεπαν τηλεόραση. Πώς ν’ ακούσουν τα ραμφίσματα των πουλιών; Πώς να καταλάβουν την απελπισία τους; Μερικοί βγήκαν μέχρι το παράθυρο, μα δεν έκαναν τον κόπο ούτε να τ’ ανοίξουν. Μάταια μιλούσαν τα πουλιά, μάταια παρακαλούσαν: «Ανοίξτε, σας φέρνομε μηνύματα από το Θεό».
Στο τέλος άρχισαν να κρυώνουν. Χιλιάδες χιονένιες πεταλούδες σκέπασαν την πόλη. Τα φτερά τους μούσκεψαν. Απελπίστηκαν. Σταμάτησαν τις προσπάθειές τους και συγκεντρώθηκαν στο καμπαναριό. Η καμπάνα λύγισε κάτω από το βάρος τους και κτύπησε μια φορά θλιμμένα μέσα στη νύχτα: Νταν!
Την άλλη μέρα το πρωί, η πόλη δεν ξεχώριζε από ψηλά. Σαν κάποιος ζωγράφος να είχε βουτήξει το πινέλο του σε άσπρη μπογιά και να την είχε βάψει άσπρη. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα την ημέρα όλα είναι πάντα καλύτερα.
Τα περιστέρια μπήκαν στην εκκλησία και ζήτησαν από το Θεό οδηγίες. «Κανείς δεν μας έδωσε σημασία», παραπονέθηκαν. «Κανείς δεν κατάλαβε τη γλώσσα μας. Τι να κάνομε;»
Ο Θεός τους είπε:
– Να πάτε στα παιδιά. Δώστε τα μηνύματα στα παιδιά. Η αγάπη φωλιάζει στις δικές τους καρδιές. Είναι αγνά, και θα σας καταλάβουν. Από τα παιδιά ξεκινά η ειρήνη και η αγάπη.
Μα παιδιά δεν ήταν στους δρόμους. Ήταν δίπλα στο τζάκι, κοντά στη φωτιά κι έπαιζαν με τα καινούργια τους παιχνίδια. Ένα μονάχα βρέθηκε έξω, κι αυτό ήταν σ’ ένα χωριό ψηλά, στο βουνό, που πήγε να δει τι κάνουν τα ζώα μες στην παγωνιά.
Ένα μικρό περιστέρι έτρεξε με βιασύνη να προλάβει το παιδί και κτύπησε το πόδι του στη στέγη. Μια σταγόνα αίμα έβαψε το χιόνι τριανταφυλλί, και λαβωμένο το πουλί έπεσε μπροστά του. Το πήρε στοργικά στα δυο του χέρια και μπήκε στο φτωχικό του. Κάθισε κοντά στο μαγκάλι και να το ζεστάνει, του καθάρισε την πληγή, το κράτησε στην αγκαλιά του και το κανάκευε* με αγάπη.
– Κοίταξε στο πόδι μου, έγνεψε το πονεμένο περιστέρι. Σου φέρνω ένα μήνυμα από το Θεό.
Το παιδί κατάλαβε. Έλυσε την κορδέλα και συλλάβισε την παραγγελία: «Α-γα-πά-τε αλ-λή-λους». Το παιδί ήξερε τη λέξη «αγαπώ». Ήξερε να την κλίνει ολόκληρη. Αγαπούσε τους γονιούς του, αγαπούσε τα ζώα, αγαπούσε τα γράμματα. Φώναξε τους δικούς του και τους είπε το νέο: «Αγαπάτε αλλήλους».
Εκείνοι βγήκαν στο χωριό. Ένα λαβωμένο περιστέρι, είπαν, μας έφερε ένα μήνυμα από το Θεό: Αγαπάτε αλλήλους. «Αγαπάτε αλλήλους»; είπαν οι γείτονες και δεν πίστευαν. «Μα αυτό είναι θαύμα!» Το νέο μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό. Κι ένας ένας, δυο δυο οι χωριανοί πήγαιναν να δουν το λαβωμένο πουλί στην αγκαλιά του παιδιού, και θαύμαζαν κι έκαναν το σταυρό τους και γονάτιζαν. Μαλάκωνε η ψυχή τους και ζέσταινε η καρδιά τους.
Κι όσο πιο πολλοί άνθρωποι πλησίαζαν, τόσο το χαρτάκι μεγάλωνε, και τα γράμματα μεγάλωναν κι εκείνα: «Αγαπάτε αλλήλους», και δεν χώραγαν πια στο σπίτι, κι ο κόσμος θαύμαζε, και το χαρτάκι ολοένα μεγάλωνε και δεν το χωρούσε πια το χωριό. «Αγαπάτε αλλήλους», και τα γράμματα όλο και μεγάλωναν και γίνονταν τεράστια γράμματα, γράμματα σημαδιακά. Στο τέλος το μικρό χαρτάκι έγινε μια τεράστια σημαία, που ανέμιζε πάνω από το χωριό, ψηλά στο βουνό: «Αγαπάτε αλλήλους». Και τις τέσσερεις άκρες τις κρατούσαν οι άγγελοι.
Και το νέο ροβόλησε στις πλαγιές, σαν το νερό της καθάριας πηγής, και κατέβηκε στον κάμπο και στην πόλη να ξεδιψάσει τον κόσμο, κι άκουσαν το μήνυμα οι άνθρωποι στις πόλεις και ταράχτηκαν. «Αγαπάτε αλλήλους». Βγήκαν στις χιονισμένες στράτες και κοίταξαν ψηλά στο βουνό. Και διάβασαν: «Αγαπάτε αλλήλους».
Και ξεκίνησαν όλοι –άντρες, γυναίκες, παιδιά– ν’ ανεβούν στο βουνό να δουν το παιδί με το λαβωμένο περιστέρι στην αγκαλιά.
Κι ήταν όλα πολύ όμορφα. Ο κόσμος που ανέβαινε στο βουνό κι οι άγγελοι που κρατούσαν το τεράστιο μήνυμα: «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ήλιος βγήκε να χαζέψει και τα χρύσωσε όλα.
Τα περιστέρια δεν είχαν όρεξη ν’ ανεβούν στον ουρανό και νύχτωσαν για δεύτερη φορά στη γη. Μα ήταν ευτυχισμένα, γιατί η αποστολή τους είχε πετύχει. Κούρνιασαν και πάλι όλα μαζί μέσα στο καμπαναριό. Κι η καμπάνα λύγισε και πάλι από το βάρος τους και τα φτεροκοπήματά τους, κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη μέσα στη νύχτα:
– Νταν! Νταν! Νταν! Νταν! Νταν!
(Aπό το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Τα μικρά αγγελάκια κατέβασαν από τα ράφια τα μεγάλα χοντρά βιβλία και τ’ απόθεσαν στο συννεφένιο τραπέζι. Πήραν μολύβια και γομολάστιχες κι ήταν έτοιμα να γράψουν και να σβήσουν.
Ο Θεός ρωτούσε, οι άγγελοι απαντούσαν.
– Ανοίξτε τη σελίδα της προόδου. Πώς πάνε οι άνθρωποι;
– Πολύ καλά, αποκρίθηκε ο μεγάλος Άγγελος. Ξαναπήγαν στο φεγγάρι και φωτογράφισαν και την Αφροδίτη.
Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του.
– Από αγάπη; Από ομόνοια; Από συμπόνια; Πώς πάνε;
Οι άγγελοι κόμπιασαν. Ο Θεός κατάλαβε. Έσκυψε στη σελίδα. Ήταν πυκνογραμμένη. Διάβασε προσεκτικά και ξεχώρισε τις λέξεις: «Πόλεμοι. Μάχες. Βόμβες. Κανόνια».
– Βάλτε αυτή τη σελίδα στις ζημιές του παλιού χρόνου, είπε θλιμμένος. Ανοίξτε μια καινούργια κατάλευκη. Και πέστε να έρθουν μπροστά μου τα περιστέρια τ’ ουρανού.
Τα πουλάκια φτεροκόπησαν σε λίγο και παρατάχτηκαν μπροστά του. Τα ματάκια τους γυάλιζαν σαν τις μαύρες χάντρες του κομπολογιού.
– Σας παρακαλώ, είπε ο Θεός, να πεταχτείτε μέχρι τη γη να δώσετε αυτά τα μηνύματα στους ανθρώπους. Είναι μηνύματα ειρήνης και αγάπης. Να τους δώσετε να καταλάβουν ότι είμαι πικραμένος γιατί δεν τηρούν τις εντολές μου.
Οι άγγελοι άρχισαν να γράφουν μηνύματα σε μικρά λευκά χαρτάκια: «Αγαπάτε αλλήλους», «Επί γης ειρήνη», «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», «Ειρήνη υμίν». Ύστερα έδεσαν μικρές κορδελίτσες στα ποδαράκια των πουλιών και τα άφησαν να φύγουν.
Το ταξίδι ήταν μεγάλο. Τα περιστέρια ξεκουράστηκαν για λίγο, άλλα στην Πούλια, άλλα στον Αυγερινό, άλλα στο φεγγάρι, και αργά πια τη νύχτα έφτασαν στη γη.
Μαζί με τις νιφάδες του χιονιού, που άρχισαν να πέφτουν μέσα στην παγωνιά, έφτασαν και τα περιστέρια στη μεγάλη πόλη. Φτεροκόπησαν δυνατά, τίναξαν τα φτερά τους και στάθηκαν στις στέγες, στα πρεβάζια των παραθύρων, στα σκαλιά, στα μπαλκόνια και στα πεζοδρόμια. Το κρύο ήταν δυνατό κι ο κόσμος λιγοστός στους δρόμους. Κανένας βιαστικός δεν έδωσε σημασία στα περιστέρια, που φτερούγιζαν γύρω τους κάνοντας εναέριες βόλτες, πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο κάποιος σκέφτηκε: «Τι θέλουν τα περιστέρια μέσα στην άγρια νύχτα;» Και προχώρησε αδιάφορος.
Τα περιστέρια άρχισαν τότε να κτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα. Όλοι όμως ήταν απασχολημένοι. Έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόνταν, έβλεπαν τηλεόραση. Πώς ν’ ακούσουν τα ραμφίσματα των πουλιών; Πώς να καταλάβουν την απελπισία τους; Μερικοί βγήκαν μέχρι το παράθυρο, μα δεν έκαναν τον κόπο ούτε να τ’ ανοίξουν. Μάταια μιλούσαν τα πουλιά, μάταια παρακαλούσαν: «Ανοίξτε, σας φέρνομε μηνύματα από το Θεό».
Στο τέλος άρχισαν να κρυώνουν. Χιλιάδες χιονένιες πεταλούδες σκέπασαν την πόλη. Τα φτερά τους μούσκεψαν. Απελπίστηκαν. Σταμάτησαν τις προσπάθειές τους και συγκεντρώθηκαν στο καμπαναριό. Η καμπάνα λύγισε κάτω από το βάρος τους και κτύπησε μια φορά θλιμμένα μέσα στη νύχτα: Νταν!
Την άλλη μέρα το πρωί, η πόλη δεν ξεχώριζε από ψηλά. Σαν κάποιος ζωγράφος να είχε βουτήξει το πινέλο του σε άσπρη μπογιά και να την είχε βάψει άσπρη. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα την ημέρα όλα είναι πάντα καλύτερα.
Τα περιστέρια μπήκαν στην εκκλησία και ζήτησαν από το Θεό οδηγίες. «Κανείς δεν μας έδωσε σημασία», παραπονέθηκαν. «Κανείς δεν κατάλαβε τη γλώσσα μας. Τι να κάνομε;»
Ο Θεός τους είπε:
– Να πάτε στα παιδιά. Δώστε τα μηνύματα στα παιδιά. Η αγάπη φωλιάζει στις δικές τους καρδιές. Είναι αγνά, και θα σας καταλάβουν. Από τα παιδιά ξεκινά η ειρήνη και η αγάπη.
Μα παιδιά δεν ήταν στους δρόμους. Ήταν δίπλα στο τζάκι, κοντά στη φωτιά κι έπαιζαν με τα καινούργια τους παιχνίδια. Ένα μονάχα βρέθηκε έξω, κι αυτό ήταν σ’ ένα χωριό ψηλά, στο βουνό, που πήγε να δει τι κάνουν τα ζώα μες στην παγωνιά.
Ένα μικρό περιστέρι έτρεξε με βιασύνη να προλάβει το παιδί και κτύπησε το πόδι του στη στέγη. Μια σταγόνα αίμα έβαψε το χιόνι τριανταφυλλί, και λαβωμένο το πουλί έπεσε μπροστά του. Το πήρε στοργικά στα δυο του χέρια και μπήκε στο φτωχικό του. Κάθισε κοντά στο μαγκάλι και να το ζεστάνει, του καθάρισε την πληγή, το κράτησε στην αγκαλιά του και το κανάκευε* με αγάπη.
– Κοίταξε στο πόδι μου, έγνεψε το πονεμένο περιστέρι. Σου φέρνω ένα μήνυμα από το Θεό.
Το παιδί κατάλαβε. Έλυσε την κορδέλα και συλλάβισε την παραγγελία: «Α-γα-πά-τε αλ-λή-λους». Το παιδί ήξερε τη λέξη «αγαπώ». Ήξερε να την κλίνει ολόκληρη. Αγαπούσε τους γονιούς του, αγαπούσε τα ζώα, αγαπούσε τα γράμματα. Φώναξε τους δικούς του και τους είπε το νέο: «Αγαπάτε αλλήλους».
Εκείνοι βγήκαν στο χωριό. Ένα λαβωμένο περιστέρι, είπαν, μας έφερε ένα μήνυμα από το Θεό: Αγαπάτε αλλήλους. «Αγαπάτε αλλήλους»; είπαν οι γείτονες και δεν πίστευαν. «Μα αυτό είναι θαύμα!» Το νέο μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό. Κι ένας ένας, δυο δυο οι χωριανοί πήγαιναν να δουν το λαβωμένο πουλί στην αγκαλιά του παιδιού, και θαύμαζαν κι έκαναν το σταυρό τους και γονάτιζαν. Μαλάκωνε η ψυχή τους και ζέσταινε η καρδιά τους.
Κι όσο πιο πολλοί άνθρωποι πλησίαζαν, τόσο το χαρτάκι μεγάλωνε, και τα γράμματα μεγάλωναν κι εκείνα: «Αγαπάτε αλλήλους», και δεν χώραγαν πια στο σπίτι, κι ο κόσμος θαύμαζε, και το χαρτάκι ολοένα μεγάλωνε και δεν το χωρούσε πια το χωριό. «Αγαπάτε αλλήλους», και τα γράμματα όλο και μεγάλωναν και γίνονταν τεράστια γράμματα, γράμματα σημαδιακά. Στο τέλος το μικρό χαρτάκι έγινε μια τεράστια σημαία, που ανέμιζε πάνω από το χωριό, ψηλά στο βουνό: «Αγαπάτε αλλήλους». Και τις τέσσερεις άκρες τις κρατούσαν οι άγγελοι.
Και το νέο ροβόλησε στις πλαγιές, σαν το νερό της καθάριας πηγής, και κατέβηκε στον κάμπο και στην πόλη να ξεδιψάσει τον κόσμο, κι άκουσαν το μήνυμα οι άνθρωποι στις πόλεις και ταράχτηκαν. «Αγαπάτε αλλήλους». Βγήκαν στις χιονισμένες στράτες και κοίταξαν ψηλά στο βουνό. Και διάβασαν: «Αγαπάτε αλλήλους».
Και ξεκίνησαν όλοι –άντρες, γυναίκες, παιδιά– ν’ ανεβούν στο βουνό να δουν το παιδί με το λαβωμένο περιστέρι στην αγκαλιά.
Κι ήταν όλα πολύ όμορφα. Ο κόσμος που ανέβαινε στο βουνό κι οι άγγελοι που κρατούσαν το τεράστιο μήνυμα: «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ήλιος βγήκε να χαζέψει και τα χρύσωσε όλα.
Τα περιστέρια δεν είχαν όρεξη ν’ ανεβούν στον ουρανό και νύχτωσαν για δεύτερη φορά στη γη. Μα ήταν ευτυχισμένα, γιατί η αποστολή τους είχε πετύχει. Κούρνιασαν και πάλι όλα μαζί μέσα στο καμπαναριό. Κι η καμπάνα λύγισε και πάλι από το βάρος τους και τα φτεροκοπήματά τους, κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη μέσα στη νύχτα:
– Νταν! Νταν! Νταν! Νταν! Νταν!
(Aπό το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010
Οι δώδεκα μήνες Λαϊκό παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.
Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:
– Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της:
– Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.
Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
– Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
– Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
– Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
– Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:
– Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:
– Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
– Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:
– Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;
– A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
– Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
– Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
– Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.
Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
– Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;
– Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.
– Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;
– Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
– Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;
– Μη χειρότερα, αποκρίνεται.
– Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.
– Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
– Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.
– Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον. Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».
(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 1994)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:
– Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της:
– Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.
Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
– Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
– Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
– Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
– Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:
– Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:
– Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
– Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:
– Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;
– A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
– Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
– Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
– Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.
Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
– Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;
– Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.
– Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;
– Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
– Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;
– Μη χειρότερα, αποκρίνεται.
– Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.
– Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
– Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.
– Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον. Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».
(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 1994)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010
Παραμύθι με νεράϊδες
Κάποτε πριν πολλά χρόνια ζούσε ένα αγόρι τόσο ευαίσθητο και καλόκαρδο που μια κακιά μάγισσα θύμωσε τόσο μαζί του που αποφάσισε να του στείλει τη νεράιδα του Σκότους για να το πάρει με το μέρος της.
Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του. Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.
Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας.
Όταν ξύπνησε ο νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε.
Πόσο όμορφη του φάνηκε! Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ!
Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε:
"Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει; Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"
Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν. Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας.... Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει...
Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα. Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη.
Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω.
Εκεί σταμάτησε η νεράιδα.Γύρισε τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και του έγνεψε να πλησιάσει. Σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ο νέος, κοίταξε τρομαγμένος γύρω του.
"-Που είμαι;" ψέλλισε.
-"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου."
Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι.
"-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα."
Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.
Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά.
-"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"
Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της.
Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο. Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει;
"Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί....
Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη. Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε.
Η καρδιά του πετάριζε. Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν
"Γιατί;"
Καμία απάντηση από πουθενά... Η μάγισσα μόνο πέρναγε καβάλα στο σύννεφό της και γέλαγε χαιρέκακα.
-"Τώρα να σε δω θνητέ, που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου.... Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Έτσι είναι πάντα... Έτσι θα γίνεται πάντα... Όλοι σας χρειάζεστε μια πλάνη, μία σκιά να βαραίνει τα μάτια για να καταλάβετε, να σταματήσετε να είστε ευτυχισμένοι".
Μήνες ολόκληρους τον κοίταζε και γελούσε. Τον έβλεπε να μαραζώνει και η καρδιά της ευφραινόταν. Μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε πάνω από τη λίμνη η μάγισσα με το λευκό σύννεφο. Είδε ο νέος το σύννεφο που κατέβαινε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.
Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και το πρόσωπό του έλαμψε. Όμως στο σύννεφο ήταν μόνο μια μάγισσα που το κοίταζε με λύπη.
"-Τι κάνεις εδώ πέρα μόνος σου; Ποιος είσαι;"
"-Εγώ περιμένω την αγαπημένη μου να έρθει πάλι στη λίμνη μας. Την ξέρεις; Φοράει ένα μαύρο μανδύα και είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο... Έφυγε μια μέρα με ένα μαύρο σύννεφο και δεν ξαναγύρισε."
Η μάγισσα κατάλαβε..
-"Έλα" του είπε... "Έλα να σου πω...."
-"Τι μπορείς να μου πεις εσύ μάγισσα; Που είναι η αγαπημένη μου;"
-"Έλα να σου δείξω."
Ανέβηκε ο νέος στο σύννεφο και πέταξε μαζί με τη μάγισσα πάνω από βουνά και πεδιάδες. Έφτασαν σε ένα δάσος σκοτεινό όσο και η λίμνη του. Εκεί υπήρχαν δύο σκιές που πήδαγαν από βράχο σε βράχο. Γέλια αντηχούσαν και κραυγές. Αναγνώρισε τη φωνή της...Μα που ήταν; Τι έκανε εκεί;"-Γιατί;;;" ρώτησε τη μάγισσα.
-"Δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει για πάντα. Δεν χωράει καλοσύνη και γαλήνη μέσα του. Πρέπει να υπάρχουν σκιές παντού."
-"Γιατί όμως; Ποιον πειράζει αν όλα είναι φωτεινά; Αν υπάρχει παντού χαρά και αγάπη;"
Η μάγισσα δεν του απάντησε. Τον κοίταξε μόνο και κούνησε το κεφάλι της.
-"Δεν κατάλαβες ακόμα; Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι τα ωραία πράγματα πρέπει να κρατούν για λίγο; Τι θα ήταν η ζωή σας αν παντού βασίλευε η ευτυχία; Ποιος θα μπορούσε να αντέξει αν όλα ήταν γύρω του όμορφα και εύκολα; Πως θα μπορούσες να κοιμηθείς, να ονειρευτείς εάν όλα είναι λουσμένα στο φως; Πως θα μπορούσες να νοιώσεις την χαρά της ηρεμίας αν ήσουν πάντα ήρεμος";
"Βλέπεις παλικάρι μου, ακόμα κι ο Ήλιος, δύει τη μισή μέρα. Παραχωρεί το θρόνο του στο βασίλειο των Σκιών. Μέσα εκεί ζει ο Έρωτας. Το υπέρτατο συναίσθημα ανήκει στη Νύχτα. Ανήκει στις Σκιές."
Ο νέος κατάλαβε.
-"Όλα είναι μία αντίφαση. Η ευτυχία είναι ένα Όνειρο που κρατάει για λίγο. Είναι μια Στιγμή που τη ζούμε για να μας λείψει. Τότε καταλαβαίνουμε την αξία της. Τότε νοιώθουμε."
-"Έλα πάμε πάλι πίσω. Εκεί στην πόλη από όπου ξεκίνησες. Τώρα ξέρεις. Τώρα μπορείς να ζήσεις κι εσύ σαν Άνθρωπος.
-"Ναι, τώρα πόνεσα. Έμαθα. "
-"Όχι ακόμα. Αλλά τώρα, μπορεί να μάθεις κάποτε." ... είπε η μάγισσα και γύρισε το σύννεφο πάλι στον ουρανό.
Η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Ένα ουράνιο τόξο σημάδευε το τέλος της μπόρας κάπου μακριά. Ο Ήλιος κόκκινος, σκορπούσε το φως του παντού. Μια ακτίνα ζέστανε το πρόσωπο του νέου. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε τη νεράιδά του.
Τι κι αν ήταν Μαύρη; Ήταν δικιά του, έστω και για μία στιγμή...
-"Σε ευχαριστώ Μαύρη νεράιδα" φώναξε. "Σε ευχαριστώ που με έμαθες να νοιώθω. Με έμαθες ότι όλα είναι περαστικά."
-"Πάμε... Ο κόσμος είναι γεμάτος νεράιδες. Ήρθε η ώρα να ψάξεις τη Λευκή νεράιδα. Είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει" ....
Aπό το: http://enaspaliatsos.blogspot.com
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του. Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.
Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας.
Όταν ξύπνησε ο νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε.
Πόσο όμορφη του φάνηκε! Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ!
Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε:
"Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει; Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"
Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν. Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας.... Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει...
Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα. Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη.
Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω.
Εκεί σταμάτησε η νεράιδα.Γύρισε τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και του έγνεψε να πλησιάσει. Σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ο νέος, κοίταξε τρομαγμένος γύρω του.
"-Που είμαι;" ψέλλισε.
-"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου."
Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι.
"-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα."
Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.
Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά.
-"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"
Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της.
Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο. Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει;
"Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί....
Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη. Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε.
Η καρδιά του πετάριζε. Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν
"Γιατί;"
Καμία απάντηση από πουθενά... Η μάγισσα μόνο πέρναγε καβάλα στο σύννεφό της και γέλαγε χαιρέκακα.
-"Τώρα να σε δω θνητέ, που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου.... Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Έτσι είναι πάντα... Έτσι θα γίνεται πάντα... Όλοι σας χρειάζεστε μια πλάνη, μία σκιά να βαραίνει τα μάτια για να καταλάβετε, να σταματήσετε να είστε ευτυχισμένοι".
Μήνες ολόκληρους τον κοίταζε και γελούσε. Τον έβλεπε να μαραζώνει και η καρδιά της ευφραινόταν. Μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε πάνω από τη λίμνη η μάγισσα με το λευκό σύννεφο. Είδε ο νέος το σύννεφο που κατέβαινε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.
Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και το πρόσωπό του έλαμψε. Όμως στο σύννεφο ήταν μόνο μια μάγισσα που το κοίταζε με λύπη.
"-Τι κάνεις εδώ πέρα μόνος σου; Ποιος είσαι;"
"-Εγώ περιμένω την αγαπημένη μου να έρθει πάλι στη λίμνη μας. Την ξέρεις; Φοράει ένα μαύρο μανδύα και είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο... Έφυγε μια μέρα με ένα μαύρο σύννεφο και δεν ξαναγύρισε."
Η μάγισσα κατάλαβε..
-"Έλα" του είπε... "Έλα να σου πω...."
-"Τι μπορείς να μου πεις εσύ μάγισσα; Που είναι η αγαπημένη μου;"
-"Έλα να σου δείξω."
Ανέβηκε ο νέος στο σύννεφο και πέταξε μαζί με τη μάγισσα πάνω από βουνά και πεδιάδες. Έφτασαν σε ένα δάσος σκοτεινό όσο και η λίμνη του. Εκεί υπήρχαν δύο σκιές που πήδαγαν από βράχο σε βράχο. Γέλια αντηχούσαν και κραυγές. Αναγνώρισε τη φωνή της...Μα που ήταν; Τι έκανε εκεί;"-Γιατί;;;" ρώτησε τη μάγισσα.
-"Δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει για πάντα. Δεν χωράει καλοσύνη και γαλήνη μέσα του. Πρέπει να υπάρχουν σκιές παντού."
-"Γιατί όμως; Ποιον πειράζει αν όλα είναι φωτεινά; Αν υπάρχει παντού χαρά και αγάπη;"
Η μάγισσα δεν του απάντησε. Τον κοίταξε μόνο και κούνησε το κεφάλι της.
-"Δεν κατάλαβες ακόμα; Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι τα ωραία πράγματα πρέπει να κρατούν για λίγο; Τι θα ήταν η ζωή σας αν παντού βασίλευε η ευτυχία; Ποιος θα μπορούσε να αντέξει αν όλα ήταν γύρω του όμορφα και εύκολα; Πως θα μπορούσες να κοιμηθείς, να ονειρευτείς εάν όλα είναι λουσμένα στο φως; Πως θα μπορούσες να νοιώσεις την χαρά της ηρεμίας αν ήσουν πάντα ήρεμος";
"Βλέπεις παλικάρι μου, ακόμα κι ο Ήλιος, δύει τη μισή μέρα. Παραχωρεί το θρόνο του στο βασίλειο των Σκιών. Μέσα εκεί ζει ο Έρωτας. Το υπέρτατο συναίσθημα ανήκει στη Νύχτα. Ανήκει στις Σκιές."
Ο νέος κατάλαβε.
-"Όλα είναι μία αντίφαση. Η ευτυχία είναι ένα Όνειρο που κρατάει για λίγο. Είναι μια Στιγμή που τη ζούμε για να μας λείψει. Τότε καταλαβαίνουμε την αξία της. Τότε νοιώθουμε."
-"Έλα πάμε πάλι πίσω. Εκεί στην πόλη από όπου ξεκίνησες. Τώρα ξέρεις. Τώρα μπορείς να ζήσεις κι εσύ σαν Άνθρωπος.
-"Ναι, τώρα πόνεσα. Έμαθα. "
-"Όχι ακόμα. Αλλά τώρα, μπορεί να μάθεις κάποτε." ... είπε η μάγισσα και γύρισε το σύννεφο πάλι στον ουρανό.
Η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Ένα ουράνιο τόξο σημάδευε το τέλος της μπόρας κάπου μακριά. Ο Ήλιος κόκκινος, σκορπούσε το φως του παντού. Μια ακτίνα ζέστανε το πρόσωπο του νέου. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε τη νεράιδά του.
Τι κι αν ήταν Μαύρη; Ήταν δικιά του, έστω και για μία στιγμή...
-"Σε ευχαριστώ Μαύρη νεράιδα" φώναξε. "Σε ευχαριστώ που με έμαθες να νοιώθω. Με έμαθες ότι όλα είναι περαστικά."
-"Πάμε... Ο κόσμος είναι γεμάτος νεράιδες. Ήρθε η ώρα να ψάξεις τη Λευκή νεράιδα. Είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει" ....
Aπό το: http://enaspaliatsos.blogspot.com
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)