Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Μια σταγόνα ταξιδεύει.

Παραμύθι που γράφτηκε από κοινού από μαθητές του Α' Δημοτικού Σχολείου Λατσιών (Κύπρος) και του Δημοτικού Σχολείου Δημητριτσίου (Ελλάδα)
Μια σταγόνα ταξιδεύει.
Κεφάλαιο 1ο
Η μαμά σταγόνα, ο μπαμπάς σταγόνα, ο Σταγονούλης και η αδελφή του η σταγονίτσα η Μαριλού, άνοιξαν τα μάτια τους στον πρωινό ήλιο. Όλα ήταν τόσο όμορφα γύρω. Το ποτάμι κελάρυζε ήσυχα. Το ποτάμι ήταν το σπίτι τους.
Ξαφνικά όµως, κι ενώ όλα ήταν τόσο ήσυχα, φάνηκε µια µεγάλη βρώµικη και γκρίζα κηλίδα. Καθώς έπλεε στην επιφάνεια του νερού άφηνε πίσω της διάφορα χρώµατα και µόλυνε το νερό. Ήταν ο κύριος Πετρελένιος µε την κυρία Πετρελένιου και τα πολλά, πολλά παιδάκια τους. Συζητούσαν κι έλεγαν πώς
να πλησιάσουν και να µολύνουν όσο το δυνατόν πιο πολλές σταγόνες νερού από το ποτάµι. Κι έβαλαν σε εφαρµογή το τροµερό και βρώµικο σχέδιό τους. Κολλούσαν στις καθαρές σταγόνες και τις ρύπαιναν.
 ∆εν άργησε να έρθει και η σειρά της σταγονίτσας Μαριλού. Κατάλαβε ότι το καθαρό της φόρεµα
έγινε απ’ τη µια στιγµή στην άλλη γεµάτο πιτσιλιές από πετρέλαιο. Η ώρα περνούσε και η οικογένεια Πετρελένιου συνέχιζε το ρυπαρό και µολυσµατικό της έργο.
Είχε γίνει πια µεσηµέρι. Ο ήλιος ζέσταινε το ποτάµι. Μερικές σταγόνες άρχισαν να εξατµίζονται και να ανεβαίνουν στον ουρανό. Μια απ’ αυτές τις σταγόνες ήταν και η Μαριλού. Όσο ανέβαινε σκεφτόταν την καταστροφή του σπιτιού της. ∆εν ήξερε ποιος έστειλε την πετρελαιοκηλίδα. Όλο και ανέβαινε και σκεφτόταν ότι πρέπει να πολλαπλασιαστούν οι σταγόνες του νερού στο ποτάµι, έτσι ώστε να νικήσουν
την οικογένεια του κυρίου Πετρελένιου. Σκεφτόταν ακόµη ότι πρέπει να αποδείξουν, ότι το νερό είναι το πιο σηµαντικό πράγµα σε όλο τον κόσµο.
- Να σταµατήσουν πια να χρησιµοποιούνε πετρέλαιο. Έλεγε και ξανάλεγε.
Αλλά ποιος την άκουγε τώρα που ήταν υδρατµός; Η φωνή της ήταν πολύ αδύνατη και µόλις µπορούσαν να την ακούσουν οι άλλες σταγόνες στον µεσηµεριάτικο ουρανό.
Πέρασαν αρκετές ώρες και η σταγονίτσα έµενε να ακροβατεί στον ουρανό µε το βρώµικο φορεµατάκι της µε τις πιτσιλιές. Όταν άρχισε να νυχτώνει ένα αεράκι την σήκωσε ψηλά και την άφησε απαλά σε ένα σύννεφο που περνούσε εκείνη την ώρα, πάνω από το ποταµάκι. Τα βατράχια στο ποτάµι όταν πήγαν να τραγουδήσουν, κατάλαβαν ότι το δέρµα τους είχε γεµίσει σταγόνες από τον κύριο Πετρελένιο.
Η σταγόνα έτσι όπως προσνεφώθηκε, έπεσε πάνω σε µια παρέα καθαρές σταγόνες. Ενώθηκε πολύ γρήγορα αλλά δεν άργησε να καταλάβει ότι οι άλλες σταγόνες την έδειχναν µε το χέρι τους και την απόφευγαν. ∆εν ήθελαν να παίξουν µαζί της.
-Είσαι βρώµικη. Φύγε από κοντά µας, της φώναζαν κατάµουτρα.
- Βρωµάς, µυρίζεις άσχηµα, τι άλλο να σου πω. Φύγε από κοντά µου, της πέταξε µια άλλη σταγόνα.
Η καηµένη στενοχωριόταν και δεν ήξερε τι να κάνει.
Η σταγόνα Μαριλού συνέχιζε το ταξίδι της. Ήταν στο σύννεφο και ταξίδευε µαζί του. Πέρασαν από το Σκουποχώρι. Το Σκουποχώρι, όπως το λέει και η λέξη, ήταν ένα σκουπισµένο χωριό που δεν είχε καθόλου, µα καθόλου σκουπίδια. ∆εν είχε καθόλου σκουπίδια, ούτε βρωµιές, αλλά ούτε και σκόνες. Κάποιο πρωινό όµως άρχισε να βρέχει. Να βρέχει πάρα πολύ. Χιλιάδες σταγόνες έπεφταν στη γη. Η
σταγονίτσα µας, παρόλο που δεν την κάναν παρέα, δεν έπεφτε µε τη βροχή αλλά συνέχιζε να ταξιδεύει. Να ταξιδεύει και να είναι µόνη, δεν την ήθελαν οι άλλες σταγόνες.
Το σύννεφο ήταν αυτή τη στιγµή πάνω από ένα τροµακτικό κάστρο. Αλλά ούτε και αυτή τη φορά έπεσε στη γη.
Περνούσαν οι ώρες και η σταγόνα η Μαριλού έµενε στην άκρη, αµίλητη. Σκεφτόταν την οικογένειά της.
Τον πατέρα της, τη µαµά της, τα αδέλφια της στο ποτάµι κι έκλαιγε. Ήθελε πολύ να κατέβει στη γη να διαµαρτυρηθεί για τη µόλυνση του νερού.
Μια µέρα τυχαία συνάντησε τον Jack µε τη φασολιά του.
- Εσύ πρέπει να είσαι ο Jack µε τη φασολιά σου, είπε η Μαριλού.
- Ναι, εγώ είµαι ο Jack µε τη φασολιά µου. Κι εσύ ποια είσαι του λόγου σου;
- Είµαι η Μαριλού. Είµαι γεµάτη πιτσιλιές, γιατί το ποτάµι που ζούσα µολύνθηκε από την πετρελαιοκηλίδα του κυρίου Πετρελένιου.
- Χµ, µόνο κύριος δεν είναι αυτός ο Πετρελένιος. Πες µου τώρα τι να κάνουµε µε τις πιτσιλιέs σου;
- ∆εν ξέρω δεν µου έρχεται καµιά ιδέα.
- Άκουσε Μαριλού, θα κατέβω στη γη και θα προσπαθήσω να φωνάξω δυνατά «κάτω τα µολυσµένα νερά». Θα πω σε όλους να σταµατήσουν τη µόλυνση στα νερά, τής είπε ο σκεφτικός ο Jack µε τη φασολιά του.
Τον αποχαιρέτησε η Μαριλού και συνέχισε να ταξιδεύει. Το απόγευµα πέρασαν πολύ χαµηλά από µια µεγαλούπολη. Τόσο χαµηλά, που µπορούσαν να βλέπουν καθαρά τι γινόταν στους δρόµους.
Ήταν την ώρα που το σύννεφο γινόταν σιγανή νεροποντή. Η Μαριλού έβλεπε από ψηλά τι συνέβαινε στα σπίτια των ανθρώπων. Μπορούσε να δει τι συνέβαινε στην καθηµερινή ζωή τους. Στα πιο πολλά σπίτια έβλεπε τους ανθρώπους ν’ αφήνουν τις βρύσες ανοιχτές, να σαπουνίζουν τα χέρια τους και το νερό να τρέχει άσκοπα, να βουρτσίζουν τα δόντια τους και να φεύγει το νερό χωρίς σκέψη. Πολλές άλλες οικογένειες να χαραµίζουν τζάµπα το νερό.
Σκέφτηκε ότι τώρα έχει δύο µεγάλους και τρανούς λόγους να διαµαρτυρηθεί. Ο πρώτος είναι ότι οι άνθρωποι ρυπαίνουν το νερό. Ο δεύτερος είναι ότι ξοδεύουν και χαραµίζουν άσκοπα το νερό.
Κι ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι παράξενο, κάτι αόρατο την τραβούσε προς τη γη. Μια δύναµη πολύ µεγάλη την απέσπασε απ’ το σύννεφο. Την ξεκόλλησε.
Ένιωθε να ταξιδεύει πολύ γρήγορα Ένιωθε να ζαλίζεται απ’ την ταχύτητα. Ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που αισθανόταν τώρα. Χαιρόταν γιατί θα βρισκόταν και πάλι στη γη. Ίσως να έβρισκε και πάλι τους γονείς της. Σε κάθε περίπτωση όµως δεν θα είχε την ειρωνική και ρατσιστική συµπεριφορά των άλλων σταγόνων. Έπεσε σ’ ένα κάδο ανακύκλωσης.
Εκεί µέσα έµεινε χωρίς να µπορεί να κάνει τίποτε. Μέσα στα τενεκεδάκια κατάφερε να συναντήσει κι άλλες σταγόνες. Τη µικρή Μαριάννα, τη ∆ροσούλα και άλλες.
-Τι µεγάλη µπόχα Θεέ µου! είπε η ∆ροσούλα
Τι ατυχία ήταν αυτή, να πέσουµε στον κάδο! Συµπλήρωσε η Μαριάννα.
- Σκέψου όµως να είχαµε πέσει σε κάδο σκουπιδιών! Τότε θα ήταν πολύ χειρότερα.
Κάποια στιγµή σταµάτησε να βρέχει και τα παιδιά βγήκαν από τα σπίτια τους κι άρχισαν να παίζουν µπάλα. Έπαιζαν κοντά στον κάδο. ‘Έτσι όπως έπαιζαν, ένα παιδί χτυπώντας τη µπάλα χτύπησε κατά λάθος τον κάδο. Ο κάδος έπεσε κάτω και ή σταγόνα κατρακυλώντας βγήκε έξω. Ζαλισµένη απ’ τις τούµπες ξεκίνησε να κυλάει. Να κυλάει ώσπου έφτασε σ’ ένα πάρκο. Εκεί υπήρχε µια µικρή παραδοσιακή βρυσούλα. Έτρεχε το νερό κι ακουγότανε µεσ’ στο απόγευµα.
Μπήκε στο ρυάκι και ξεπλύθηκε. Ήθελε να καθαρίσει. Να µη µυρίζει άσχηµα.
∆εν άργησε να πάει σ’ένα σπίτι. Το σπίτι ήταν µεγάλο. Η πόρτα ήταν ανοικτή και η σταγόνα µπήκε µέσα. Άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα ώσπου µπήκε σ’ ένα δωµάτιο. Εκεί ήταν ένα κοριτσάκι που διάβαζε τα µαθήµατά του στο
γραφείο. Σκαρφάλωσε στο γραφείο για να του µιλήσει. Όµως άδικα µιλούσε γιατί το κοριτσάκι δεν άκουγε. Σκέφτηκε να τραβήξει τη µπλούζα του κοριτσιού για να την ακούσει. Τότε µόνο το κοριτσάκι είδε τη σταγόνα και τη ρώτησε:
- Ποια είσαι εσύ;
Είµαι µια σταγόνα.
-Και τι ζητάς εσύ εδώ; την ξαναρώτησε.
-Έπεσα µέσα σ’ ένα κάδο. Ήταν απαίσια µέσα στα σκουπίδια. Πέρασα δύσκολες ώρες. Κάποια στιγµή όµως ο κάδος κατρακύλησε και έτσι µπόρεσα να βγω έξω. ∆εν άργησα να φτάσω ως εδώ.
Το κοριτσάκι συγκινήθηκε µε την ιστορία της σταγόνας.
- Ωραία! Μπορείς να µείνεις εδώ όσο θέλεις. Μια στιγµή όµως να φέρω ένα ποτηράκι για να αισθάνεσαι πιο άνετα.
Κατέβηκε γρήγορα τη µεγάλη εσωτερική σκάλα κι έφτασε στην κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι, πήρε ένα µικρό γυάλινο ποτήρι και επέστρεψε γρήγορα στο δωµάτιό της. Η σταγονίτσα χάρηκε πάρα πολύ.
Την άλλη µέρα το κοριτσάκι έπρεπε να πάει στο σχολείο. ∆εν ήθελε όµως ν’ αφήσει τη σταγόνα µόνη της.

Κεφάλαιο 2 (Κύπρος)

Το κοριτσάκι, που το έλεγαν Ζωή, αποφάσισε να βάλει τη σταγόνα σε ένα µπουκάλι για να το πάρει µαζί της στο σχολείο.
Μόλις µπήκαν στο σχολείο η Μαριλού είδε ένα τόσο µεγάλο κτήριο που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της.
Πέρασαν από τα µεγάλα γήπεδα της καλαθόσφαιρας και του ποδοσφαίρου και µπήκαν στην κεντρική αυλή.
Περνώντας από τις βρύσες είδε παιδιά να σπαταλούν το νερό, να πίνουν νερό και να αφήνουν τις βρύσες ανοιχτές, να γεµίζουν τα µπουκάλια τους και να αδειάζουν το νερό.
Η Ζωή ένιωσε τη µπουκάλα στο χέρι της να τρέµει και την άνοιξε να δει τι συµβαίνει. Η Μαριλού άρχισε να διαµαρτύρεται για τη σπατάλη του νερού ενώ η Ζωή προσπαθούσε να την ησυχάσει. Τότε µια φίλη της, η Μαργαρίτα την πλησίασε και τη ρώτησε µε ποιον µιλά. Η Ζωή της απάντησε:
-Μιλώ µε τη µικρή µου σταγόνα.
-Πού τη βρήκες;
-Ήρθε και µε βρήκε αυτή από ένα σύννεφο που έβρεξε και την έριξε κοντά στο σπίτι µου.
-Μπορώ να της µιλήσω κι εγώ;
Εκείνη την ώρα µπήκαν πολλά παιδιά στην τάξη και πλησίασαν τα κορίτσια. Όλα ήθελαν να µιλήσουν στη µικρή σταγόνα.
Η Μαριλού είπε στα παιδιά την ιστορία της, τους µίλησε για την οικογένειά της που υποφέρει από τη µόλυνση του νερού, για τα βατραχάκια και τα ψάρια που υποφέρουν και αυτά και αν δε γίνει κάτι σύντοµα θα πεθάνουν.
Τα παιδιά συγκινήθηκαν και αποφάσισαν ότι έπρεπε να δράσουν εδώ και τώρα και ότι έπρεπε να πάνε στο ποτάµι της Μαριλού να δουν τι συνέβαινε. Έτσι µόλις σχόλασαν, ο Βασίλης, η Ελπίδα, η Ειρήνη και ο Γιάννης συναντήθηκαν στο σπίτι της Ζωής και ξεκίνησαν για το ποτάµι. Στο δρόµο συζητούσαν για το νερό. Κατάλαβαν ότι το νερό είναι πολύτιµο και δεν µπορούν να το σπαταλούν άσκοπα.
Περπατούσαν για ώρες και ώρες ώσπου τελικά κατάφεραν να φτάσουν στο ποτάµι. Εκεί είδαν σκουπίδια πεταγµένα γύρω και µέσα στο ποτάµι και µια πετρελαιοκηλίδα που όλο και µεγάλωνε.
-Βοήθεια! Βοηθείστε µας! Φώναζαν απελπισµένες οι µικρές σταγονούλες.
-Κοάξ! Κοάξ! Πεθαίνουµε, φώναζαν τα µικρά βατραχάκια.
Τα παιδιά δεν ήξεραν τι να κάνουν όταν ξαφνικά άκουσαν ένα γέρικο δέντρο να µιλάει:
- Παιδιά µου, εδώ και χρόνια που µένω κοντά σ’ αυτό το ποτάµι βλέπω συνεχώς τους ανθρώπους να µολύνουν το νερό. Έρχονται και ρίχνουν τα σκουπίδια τους εδώ καθώς και άλλες βρωµιές.
- Ποιος είσαι εσύ; Γιατί µιλάς;
- Μεγάλη ιστορία! Τέλος πάντων, όπως έλεγα, πολλοί άνθρωποι µολύνουν το νερό µε αποτέλεσµα να πεθαίνουν τα ζώα και να µαραίνονται τα φυτά. Το χειρότερο όµως είναι αυτή η πετρελαιοκηλίδα που φάνηκε τώρα τελευταία και απειλεί την εξαφάνιση κάθε ζωής από το ποτάµι.
- Παιδιά πρέπει να βρούµε τον ένοχο, είπε αποφασιστικά η Ελπίδα.
- Πάµε να δούµε από πού προέρχεται το πετρέλαιο. Πάµε προς τα πάνω.
Τότε άρχισαν να ακολουθούν το ποτάµι προσπαθώντας να φτάσουν στην αρχή της πετρελαιοκηλίδας. ∆εν άργησαν να φτάσουν µπροστά σε ένα εργοστάσιο που έχυνε τα λύµατά του µέσα στο ποτάµι. Μια µεγάλη ταµπέλα απ’ έξω έλεγε; ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΕΤΡΕΛΗΣ ΛΤ∆.
Η Μαριλού παραξενεύτηκε πολύ και είπε θυµωµένη:
-Γιατί ο κ. Πετρέλης µολύνει κάθε µέρα το ποτάµι; ∆ε λυπάται το ζώα που πεθαίνουν από τα λύµατά του;
-Μη θυµώνεις Μαριλού, θα πάµε να µιλήσουµε εµείς στον κύριο Πετρέλη και θα του πούµε: «∆ε λυπάσαι που καταστρέφεις το περιβάλλον και τα ζώα που ζουν σ’ αυτό;» Και αυτός θα σταµατήσει να το µολύνει και θα ξαναγίνει καθαρό. Έτσι θα µπορείς να επιστρέψεις σ’ αυτό και την οικογένειά σου.
∆υστυχώς δεν έγιναν τα πράγµατα όπως τα προγραµµάτισαν τα παιδιά. Ο κ. Πετρέλης γέλασε και τους έδιωξε «κακήν κακώς» από το εργοστάσιό του λέγοντάς τους πως δεν υπήρχε περίπτωση να το εγκαταλείψει ή να σταµατήσει να ρίχνει τα λύµατά του εκεί.
-Κάτι πρέπει να κάνουµε παιδιά, δε µπορούµε να αφήσουµε τον κ.Πετρέλη να µολύνει το ποτάµι! Κάτι πρέπει να γίνει.
-Αααα, το βρήκα! Να µαζέψουµε όλα τα παιδιά, να ετοιµάσουµε πανό και να κάνουµε µια διαδήλωση εναντίον του εργοστασίου αυτού. Θα δώσουµε ενηµερωτικά φυλλάδια στον κόσµο ώστε να 'ρθουν κι άλλοι στη διαδήλωσή µας και να πορευθούν όλοι µαζί στο εργοστάσιο του Πετρέλη.
Καθώς συζητούσαν δεν πρόσεξαν πώς ένα παιδί, ο Άντης, καθόταν παράµερα και έκλαιγε. Πήγαν κοντά του και προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν. Μα ο Άντης δε σταµατούσε να κλαίει, ήταν απαρηγόρητος. Ένιωθε ένα βάρος να τον πνίγει.
-Ο κύριος Πετρέλης είναι ο… είναι ο … πατέρας µου, τους είπε µέσα στους λυγµούς του και ποτέ δε θα κλείσει το εργοστάσιό του ό,τι και να κάνουµε…

Κεφάλαιο 3 (Ελλάδα)
-Γιατί το λες αυτό, τον ρώτησαν.
-Ο πατέρας µου βγάζει πολλά λεφτά και δεν πρόκειται να το κλείσει. Να σας πω και κάτι ακόµη. Σε δυο µέρες θα ξαναρυπάνει το ποτάµι που το λένε « το καθαρούλι ποταµάκι». Έτσι όπως έγινε µόνο καθαρό δεν είναι.
- Μα εκεί έµενα εγώ, φώναξε η Μαριλού.
-Πού;
- Στο « καθαρούλι ποταµάκι». Κι έχει δίκιο ο Άντης, τώρα µόνο καθαρό δεν είναι.
-Τι θα κάνουµε τώρα; Ούτε κι εµένα µ’ αρέσει η δουλειά του πατέρα µου.
-Ποια µέρα είπες ότι θα µολύνει το ποτάµι; Ρώτησε η Ελπίδα.
-Σήµερα είναι Τρίτη, σε δύο µέρες. Οπότε την Πέµπτη.
-Και τι ακριβώς θα κάνει; Πετάγεται ο Γιάννης.
-Όλα τα πλαστικά, τα λύµατα, τις βρωµιές και ότι άλλο σιχαµερό έχει για πέταµα, εκεί θα το πετάξει.
- Μα πώς βγάζει λεφτά έτσι; Απορεί η Ζωή.
- Να σας πω τι ακριβώς συµβαίνει. Κάθε µισό µήνα, κάθε δεκαπέντε µέρες δηλαδή, γίνεται έλεγχος καθαριότητας στο εργοστάσιο. Αυτός ότι έχει για πέταµα, το πετάει στα ποτάµια και στη γύρω περιοχή. Έτσι για την καθαριότητα, τού δίνουν κάτι.
-Πρέπει κάτι να σκεφτώ. Αααααα, το βρήκα. Όπως είπαµε και πριν θα µοιράσουµε φυλλάδια, θα κάνουµε ανακοινώσεις και θα ενηµερώσουµε τον κόσµο. Μετά θα πάµε στο «καθαρό ποταµάκι» και θα κάνουµε διαµαρτυρία ώστε να ντραπεί τόσο πολύ ο πατέρας σου, που να µην το ξανακάνει, είπε η Μαριλού.
- Καλή ιδέα. Πού θα βρούµε όµως διαφηµιστικά φυλλάδια και µια ντουντούκα;
- Εσύ Άντη, το µόνο που θα κάνεις είναι να ρωτήσεις τι ώρα θα πετάξει ο πατέρας σου τα λύµατα στο ποτάµι, είπε ο Βασίλης.
- Κι αν µε ρωτήσει γιατί ρωτάω τι θα του πω;
- Ξέρω γω; Πες του ότι θες να πας να δεις το ποτάµι. Ή ότι έχεις να κάνεις µια έρευνα για τα ποτάµια.
Ή µια εργασία για το σχολείο που έχει σχέση µε τα ποτάµια συµπλήρωσε πάλι ο Βασίλης.
- Πολύ καλά. Αυτό µόνο;
- Ναι, τα υπόλοιπα θα τ’ αναλάβουµε εµείς.
Φεύγει ο Άντης και µένει η Ζωή, η Ελπίδα, ο Βασίλης η Ειρήνη ο Γιάννης και η σταγόνα η Μαριλού.

Κεφάλαιο 4 (Κύπρος)

Σε λίγο ο Άντης επέστρεψε λαχανιασµένος.
- Στις 11 το πρωί, φώναξε.
- Ωραία. Στις 11 παρά τέταρτο θα µαζευτούµε στο καθαρούλι ποταµάκι. Το πρόβληµα είναι πού θα βρούµε τα φυλλάδια και την ντουντούκα, διερωτήθηκε η Ζωή.
- Νοµίζω πως έχω µια στο ντουλάπι µε τα παλιά µου παιχνίδια! Είπε ο Γιάννης.
- Να ψάξεις οπωσδήποτε σήµερα και να µας πεις αύριο. Τα ενηµερωτικά φυλλάδια;
- Ίσως τα δαχτυλογραφήσει κάποιος στον υπολογιστή και να το φωτοτυπήσουµε,
σκέφτηκε η Ειρήνη.
- Μα δεν έχουµε τόσα χρήµατα, λέει η Ελπίδα.
- Μήπως να ενηµερώσουµε όλα τα παιδιά της τάξης και να δώσουν όλοι ένα µικρό ποσό; Θα φτιά-
ξουµε και µεγάλα πανό! Είπε ο Βασίλης.
- Μα δεν θα δεχτεί η δασκάλα µας, λέει η Ζωή.
- Θα την πείσουµε. Το ζήτηµα µας αφορά όλους άµεσα, απάντησε η Ελπίδα.
Τα παιδιά και η Μαριλού έφυγαν ευχαριστηµένοι. Το πρωί της Τετάρτης µαζεύτηκαν πάλι µε ανεβασµένη διάθεση.
- Βρήκα την ντουντούκα! Είπε µε ενθουσιασµό ο Γιάννης.
- Κατάφερα να πάρω µερικά µισοάδεια τενεκεδάκια µε µπογιά από την αποθήκη µας για να βάψουµε τα πανό, είπε ο Βασίλης.
- Υφάσµατα έχουµε; Ρώτησε η Ζωή.
- Ωχ, όχι και πού να τα βρούµε; διερωτάται η Ελπίδα.
- Μαζέψατε χρήµατα από τα παιδιά της τάξης; Ρωτά ο Γιάννης.
- Ναι, αλλά το ποσό δεν είναι µεγάλο. Φτάνει µόνο για να φωτοτυπήσουµε τα φυλλάδια, απάντησε η Ζωή.
-Τα δακτυλογράφησες Γιάννη; Ρώτησε ανυπόµονα η Μαριλού.
- ∆εν τέλειωσα ακόµη.
- Πότε θα τελειώσεις; Αύριο θα κάνουµε τη διαδήλωση. ∆εν θα προλάβουµε και το σχέδιο µας θα αποτύχει, φώναξε έντροµη η σταγονίτσα.
- Μην ανησυχείς Μαριλού, σου υπόσχοµαι ότι θα τα τελειώσω όλα και θα τα φωτοτυπήσω. Με τα υφάσµατα όµως τι θα γίνει;
- Έχω µια ιδέα, φώναξε ο Βασίλης. Τι θα λέγατε αν πήγαινα στην κυρα-Ρήνα τη µοδίστρα µαζί µε τη Μαριλού και της εξηγούσαµε το δράµα που περνά αυτή και η οικογένειά της µε τη ρύπανση του ποτα-
µού; Ίσως να ξυπνούσαµε µέσα της τα οικολογικά της αισθήµατα και µας χάριζε τα υφάσµατα που χρειαζόµαστε.
- Πολύ καλή ιδέα. Βιαστείτε για να προλάβουµε.
Ευτυχώς η κυρα-Ρήνα, συγκινήθηκε πολύ µε την ιστορία της Μαριλού και τους χάρισε όσα υφάσµατα χρειάζονταν. Τα παιδιά και η σταγονίτσα χωρίς να χάνουν πολύτιµο χρόνο, άρχισαν να ζωγραφίζουν τα πανό ενώ η Ζωή και η Μαριλού πήγαν στο βιβλιοπωλείο του κυρ-Στάθη για να φωτοτυπήσουν τα ενηµερωτικά φυλλάδια.
Την άλλη µέρα τα παιδιά συναντήθηκαν στην όχθη του ποταµού. Η αγωνία ήταν διάχυτη στα µάτια
τους. Η σταγονίτσα αγωνιούσε τόσο πολύ που δεν µπορούσε να ησυχάσει. Όλα ήταν έτοιµα. Τα πο-
λύχρωµα πανό µε τα συνθήµατα, τα ενηµερωτικά φυλλάδια και η ντουντούκα. Η ώρα ήταν 10:50.
- Ώρα να ξεκινούµε σιγά, σιγά είπε η Ελπίδα.
Ο Άντης πήρε αποφασιστικά τη ντουντούκα και άρχισε να φωνάζει συνθήµατα. και πίσω του να ακολουθούν τα παιδιά.
ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΘΑΡΟ
ΚΑΘΑΡΙΣΤΕ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ
ΕΞ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙ∆ΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΚΑΘΑΡΟ
Τα συνθήµατα και τα πανό κίνησαν την περιέργεια των περαστικών που είχαν αρχίσει να µαζεύονται γύρω από τα παιδιά. Ο κύριος Πετρέλης άκουσε τις φωνές και βγήκε παραξενεµένος στο παράθυρο.

Κεφάλαιο 5 (Ελλάδα)

Ο κύριος Πετρέλης είδε από το παράθυρό του πολύ κόσµο µαζεµένο κάτω και ντροπιάστηκε. Φοβήθηκε πως θα τον καταγγείλουν στην Greenpeace και δεν πέταξε τα απόβλητά του εκείνη τη µέρα στο ποτάµι.
Την επόµενη φορά που πήγε να τα πετάξει διάλεξε µια µέρα που δεν ήταν κανείς έξω. Όµως τα σκουπίδια δεν κύλησαν στο ποτάµι γιατί τα παιδιά είχαν βάλει ένα δίχτυ και τα µάζεψαν. Ύστερα πήραν το δίχτυ και το άδειασαν µέσα στο εργοστάσιο. Το εργοστάσιο παραλίγο να χαλάσει και ο κύριος
Πετρέλης από τότε δεν ξαναπέταξε σκουπίδια. Τα έκανε ανακύκλωση γιατί κατάλαβε πως µόνο έτσι θα µπορούσαν όλοι να είναι ευχαριστηµένοι και να έχουν καθαρό περιβάλλον.
Η Μαριλού αποφάσισε τότε να συνεχίσει το ταξίδι της. Μάζεψε τα πράγµατά της, χαιρέτησε τη Ζωή και τα άλλα παιδιά και βούτηξε στο καθαρούλι ποταµάκι, που ήταν το σπίτι της.
Κολύµπησε, έψαξε µέχρι που το βρήκε. Μπαίνει µέσα και φωνάζει:
—Ήρθα!!!
Όµως κανείς δεν της απάντησε. Ώσπου µια γειτόνισσα της είπε:
—Οι γονείς σου ανέβηκαν στη στεριά για να ψάξουν να σε βρουν!
Τι να κάνει τώρα η Μαριλού; Θα τους περίµενε να γυρίσουν αλλά µέχρι τότε σκέφτηκε να πάει στη διπλανή λιµνούλα να διηγηθεί τις περιπέτειές της στους φίλους της τα ζωάκια:το Σάκη το βατραχάκι, τον Γιωργάκη το κροκοδειλάκι, τον Αποστολάκη το ψαράκι και τον Αλεξανδράκη το παπάκι. Συζητώντας είχαν µια ιδέα: να κάνουν µια συναυλία. Θα γράφαν και θα τραγουδούσαν τραγούδια για το
νερό. Τραγούδια που θα λέγανε πόσο όµορφο και χρήσιµο είναι το νερό και πώς πρέπει να το προσέχουµε. Να µην το λερώνουµε και να µην το σπαταλάµε.
Στρώθηκαν λοιπόν όλοι στη δουλειά. Όταν γύρισαν οι γονείς της Μαριλού µαζί µε το Σταγονούλη,
τον αδελφό της, όλα ήταν έτοιµα. Έγινε τότε µια µεγάλη γιορτή.
Η Μαριλού διηγούνταν τις περιπέτειές της και όλοι µαζί τραγουδούσαν, λέγαν ποιήµατα και χόρευαν για να γιορτάσουν το νερό που δίνει ζωή σ` όλη τη γη.
Η γιορτή µεταδόθηκε από την τηλεόραση σ` όλον τον κόσµο και πολλοί ήταν αυτοί που σκέφτηκαν να
προσέχουν το νερό σαν τα µάτια τους!!!
ΤΕΛΟΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ "ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ"

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΑΚΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Πρόσωπα:
1. Καραγκιόζης
2.Χατζηβάτης
3. Ξενοφώντας Ξενοδόχος
4. Ιταλός Τουρίστας
5. Άγγλος Τουρίστας
Καλύβα -Ξενοδοχείο

Ακούγεται το τραγούδι του Χατζηαβάτη. Ο Χατζηαβάτης τελειώνοντας το τραγούδι του ανταμώνει με τον Ξενοδόχο τον κύριο Ξενοφώντα).
ΧΑΤΖΑΤΖΑΡΗΣ : Τι κάνετε κύριε Ξενοφώντα πως πάνε οι εργασίες σας του ξενοδοχείου;
ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ : Οι εργασίες του ξενοδοχείου Χατζηαβάτη πηγαίνουν καλά, εκείνο όμως που δυσκολεύει είναι, πως τώρα το καλοκαίρι έρχονται ξένοι τουρίστες Ιταλοί, άλλοι, Εγγλέζοι και δεν γνωρίζω την γλώσσα τους για να συνεννοηθώ και μπερδεύομαι πολύ με δάφτους προ πάντων εις τον λογαριασμό.
ΧΑΤΖ: Έπρεπε κύριε Ξενοφώντα, αφού έρχονται ξένοι τουρίστες στο ξενοδοχείο σας να έχετε έναν διερμηνέα να γνωρίζει κάνα δυο γλώσσες για να μπορείτε να συνεννοηθείτε μαζί τους.
ΞΕΝΟΔ. : Είχα έναν, καλό διερμηνέα πολύ γλωσσομαθή, αλλά μου έφυγε και πήγε στον Καναδά. Εσύ που είσαι ένας καλός μεσίτης, τι λες; Μπορείς να μου βρεις έναν άνθρωπο ας μην είναι τέλειος γλωσσομαθής, τουλάχιστον να μπορεί να συνεννοηθεί με δάφτους. Θα μπορέσεις να μου βρεις κάποιον να ξέρει λίγες γλώσσες; Όχι πολλές αλλά να γνωρίζει λίγα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ρώσικα, ισπανικά, γερμανικά, τούρκικα και βουλγάρικα.
ΧΑΤΖ.: Πολύ ευχαρίστως κύριε Ξενοφώντα αλλά καλό δεν θα είναι να ξέρει και μερικά αραβικά, κινέζικα, ιαπωνέζικα, ουγγαρέζικα και αλαμπουρνέζικα; Μείνετε ήσυχος, θα κοιτάξω να σας φέρω έναν πολύ μεγάλο γλωσσομαθή. Τώρα μάλιστα θα τρέξω.
ΞΕΝΟΔ.: θα με υποχρεώσεις Χατζηαβάτη πολύ, αν και ο κόπος σου θα βγει με το παραπάνω. Πήγαινε και θα σε περιμένω στο ξενοδοχείο (ο Ξενοδόχος χαιρετά και φεύγει).
ΧΑΤΖ. : (μονολογεί) Του είπα θα του εύρω έναν πολύ γλωσσομαθή, για να δω όμως θα το κατορθώσω να του βρω; Αυτός ο Καραγκιόζης ανακατευόταν στην Κατοχή με Ιταλούς, Γερμανούς και Άγγλους, όλο και κάτι θα ξέρει από ξένες γλώσσες. Για να τον φωνάξω να βγει, (κτυπά φωνάζει), Καραγκιόζη! Καραγκιόζη!
(Ο Καραγκιόζης ακούγεται να τραγουδά).
ΧΑΤΖ. : Από μακριά τραγουδώντας 'ρχεται και γω φωνάζω ερήμην στο σπίτι του.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (τραγουδά).
Τουρίστες έρχονται εδώ,
με μπόγους φορτωμένοι
και οι περισσότεροι απ' αφτούς
είναι ξελιγωμένοι.
(Εμφανίζεται).
Μπόγους, κουβέρτες φέρνουνε
εδώ που κουβαλιόνται
και όπου βρουν οικόπεδο
στρώνουνε και κοιμόνται.
Έρχονται για αναψυχή
στις εξοχές γυρνάνε
φρούτα αμπέλια όταν βρουν
μπαίνουν και τα τρυγάνε.
ΧΑΤΖ.: Με τους τουρίστες τάχει, τραγουδάει τα χάλια τους...
Αξούρηγοι αχτένιστοι
καρπούζι ψωμοτύρι,
οι περισσότεροι απ'αυτούς
Τη βγάζουν ξεροσφύρι
(Πλησιάζει τον Χστζηαβάτη και τελειώνοντας το τραγούδι του, του δίνει μια καρπαζιά).
ΧΑΤΖ.: Που γυρίζεις βρε τρομάρα σου. Από κάνα υπόγειο θα έρχεσαι που τραγουδάς στο δρόμο, και τι τραγούδι..! Τάβαλες με τους ξένους τους τουρίστες, τι σου κάνανε που τους σατιρίζεις;
ΚΑΡ. :Δεν τάχω με όλους τους τουρίστες, είναι πολλοί που έρχουντε καλοντυμένοι, κύριοι, όπως πρέπει, αλλά έρχουντε Χατζατζάρη μερικοί με κάτι μαλλιά μέχρι την πλάτη, με πέδιλα στα πόδια σαν τους αρχαίους και τάχα πως έρχουντε για αναψυχή... ταράζουν τα περιβόλια του κοσμάκη.
ΧΑΤΖ. : Αυτό είναι αλήθεια, είναι μερικοί τέτοιοι όπως λες, σωστοί γεγέδες. Καραγκιόζη μου για σένα ερχόμουνα, θέλω να σε ρωτήσω αν γνωρίζεις κανέναν γλωσσομαθή.
ΚΑΡ.: Κλωτσομαθής, εγώ κάθε μέρα τρώω κλωτσές.
ΧΑΤΖ. : (γελά) Βρε όχι κλωτσομαθής, γλωσσομαθής, να ξέρει δηλαδή από ξένες γλώσσες. Προ ολίγου αντάμωσα τον κύριο Ξενοφώντα, που έχει εδώ απέναντι το ξενοδοχείο του ύπνου και μου είπε να του βρω ένα διερμηνέα να ξέρει δύο-τρεις γλώσσες για να συνεννοείται με τους πελάτες του.
ΚΑΡ.: Σου είπε εκείνος να του βρεις, εσύ τι έκανες, του βρήκες;
ΧΑΤΖ.: Δεν του βρήκα ήρθα πρώτα σε σένα, μήπως εσύ που στην κατοχή είχες παρτίδες με τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Άγγλους, αν θυμάσαι καμιά λέξη: δεν χρειάζεται να είσαι τέλειος, ίσα - ίσα να μπορείς να συνεννοηθείς με τους ξένους. Τι λες θα τα καταφέρεις, να σε πάω στον κύριο Ξενοφώντα;
ΚΑΡ. : Ρε Χατζατζάρη, γιατί το λες αυτό και με προσβάλεις δημοσίως αφού ξέρεις ότι είμαι γλωσσομαθής, όχι μόνο ιταλικά και γαλλοαγγλικά. Ξέρω κινέζικα, ινδικά αυστραλέζικα και αλαμπουρνέζικα.
ΧΑΤΖ. : Τότε τι καθόμαστε, πάμε στο ξενοδοχείο να σε παρουσιάσω εις τον κύριο Ξενοφώντα.
ΚΑΡ.: Άντε πάμε. (Σιγά). Ούτε θυμάμαι ιταλικά άσε πώχω ξεχάσει τα εγγλέζικα. Δεν βαριέσαι, όλο καπίτο και γιες θα λέω όποιος έρχεται.
Πηγαίνουν στο ξενοδοχείο, κτυπούν, εξέρχεται ο ξενοδόχος).

ΧΑΤΖ.: Από δω κύριε Ξενοφώντα σας έφερα όπως μου είπατε ένα γλωσσομαθή, γνωρίζει πολλές γλώσσες.
ΞΕΝΟΔ.: Σε ευχαριστώ Χατζηαβάτη, ορίστε πάρε και τον κόπο σου. Δεν σε χρειάζουμε άλλο.
(Ο Χατζηαβάτης λέγει "καλορίζικος" φεύγει.Ο Ξενοδόχος προς τον Καραγκιόζη: Τον ρωτά πως λέγεται και πόσες γλώσσες γνωρίζει. Ο Καραγκιόζης του λέει πως λέγεται και πως ξέρει πολλές γλώσσες και καμιά φορά μπερδεύεται από τις ξένες γλώσσες και ξεχνάει τα ελληνικά).
ΞΕΝΟΔ. : Πάμε επάνω να φορέσεις και το πηλήκιο του διερμηνέως. (Εισέρχονται).
ΞΕΝΟΔ.: ('Έσωθεν) Φόρεσε αυτό το σακάκι και το καπέλο και να έχεις το νου σου μήπως κτυπήσει κανένας πελάτης.
ΚΑΡ.: Τώρα μάλιστα είμαι σαν το Δελαπατρίδη (εξέρχεται) Τώρα μάλιστα μοιάζω σαν σταθμάρχης αυτούς των λεωφορείων που στέκονται στην οδό Πατησίων, θεούλη μου, βάλε το χέρι σου να έρχουνται όλο Έλληνες πελάτες.
(Ένας Ιταλός τουρίστας εμφανίζεται, κτυπά το ξενοδοχείο).
ΙΤΑΛΟΣ: Σινιόρε άπρε λα πόρτα.
ΞΕΝΟΔ. Πήγαινε διερμηνέα έξω κτυπούν.
(Ο Καραγκιόζης εξέρχεται)
ΚΑΡ.: Ρε τι χαμπάρια, πώς από δω;
ΙΤΑΛ.: Μπόνα σέρα σινιόρε.
ΚΑΡ.: Συ είσαι όρνιο, όχι εγώ τι θες εδώ;
ΙΤΑΛ.: Πάρλα ιταλιάνο.
ΚΑΡ. : Έκανες λάθος δεν πουλάμε εδώ τανάλιες εδώ είναι ξενοδοχείο. Ξαπλάρα, μπήκες;
ΙΤΑΛ. :Νο καπίτο, νο καπίσι.
ΚΑΡ.: Ούτε καπίστρι έχουμε θα πας στο Μοναστηράκι, εκεί θα βρεις.
ΙΤΑΛ.: (Με θυμό) Κορνούτο γκρέκο, πόρκα μιζέρια.
ΚΑΡ.: Πόλκες και μυζήθρες. Για κοίτα που κάνει και τον ζόρικο. Ε μη μου κάνεις εμένα τον ζόρικο, ακούς, άντε πάτατη από δω μη φύγεις ανεπισήμως.
ΙΤΑΛ.: (Με θυμό) Βόη βία σούπιτο πέρκε σονο ίο μπαστουνάρε.
ΚΑΡ. : Εσύ μπαστουνάρε, αλλά εγώ θα σε αρχίσω με το κεφαλάρε που θα σου φανεί ότι είσαι στο Πρίντεζι, θυμάσαι τι πάθατε το 40.
ΙΤΑΛ.: Παντίδο κορνούτο αντάρε βία (του δίνει μια καρπαζιά).
(Ο Καραγκιόζης τον αρχινάει στις κεφαλιές λέγοντας "να, να,να").
ΙΤΑΛ.: (Φεύγοντας φωνάζει) Πιάνο, πιάνο.
ΚΑΡ.: Μωρέ ούτε μπουζούκι δεν ξέρω, όχι πιάνο.
ΞΕΝΟΔ.: (Εμφανίζεται). Ποιος ήταν διερμηνέα;
ΚΑΡ. : Ένας Ιταλός τουρίστας και δεν ήξερε πως εδώ είναι ξενοδοχείο, νόμιζε πως είναι παλιατζίδικο και μου γύρευε πόλκες και τανάλιες και καπίστρια και τον έστειλα στο Μοναστηράκι.
ΞΕΝΟΔ.: Του είπες να πάει να βρει ότι θέλει στο Μοναστηράκι;
ΚΑΡ. : Μωρέ τον έστειλα εγώ συστημένο στο σταθμό άλφα βοηθειών.
ΞΕΝΟΔ.: Πάμε απάνω και νάχεις το νου σου μήπως μας πάρει στο τηλέφωνο κανένας πελάτης. (Εισέρχονται).
(Ένας Άγγλος εμφανίζεται, κτυπά λέγων "αλό μίστερ").
ΞΕΝΟΔ.: Για πήγαινε μου φαίνεται πως είναι ξένος.
(Ο Καραγκιόζης εξέρχεται).
ΚΑΡ.: Ρε κοκκαλόστονε, τουρίστα, τουρίστα.
ΑΓΓΛ.: Γες μίστερ.
ΚΑΡ.: Τι λέει θέλει το μιστρί; (Προς αυτόν) Ίγγλις, ίγγλις.
ΑΓΓΛ.: Γες γιου σπικ ίγγλις.
ΚΑΡ.: Ντι αρβανίτ βίμινι το πράπα.
ΆΓΓΛ.:Νο!Νο!
ΚΑΡ.: Α θα θέλει το Νονό. Δεν ξέρεις αρβανίτικα ούτε και γω εγγλέζικα, τι να γίνει μπερδευόμαστε!
ΑΓΓΛ.: ΗΟΤΕΙ_ ΟΤΕΛ μη σλίπ.
ΚΑΡ.: Α θα θέλει να κάνει μπάνιο και θέλει να βγάλει το σλιπ. Τι λες ρε εδώ μπροστά στον κόσμο;

(Ο Καραγκιόζης τον αρχίζει στις κεφαλιές. Ο Άγγλος με τσιριχτά από τον πόνο εξαφανίζεται ).

ΚΑΡ. : Και τώρα δηλώνω παραίτηση από διερμηνέας, από τις κεφαλιές που έδωσα με πονάει το κεφάλι μου. Ας πάω στην παράγκα μου πριν πάει ο Τζώνης στην αστυνομία και έχω κανένα αυτόφορο. Ας ψάχνει ο ξενοδόχος να με βρει. Θα πουλήσω το σακάκι και το πηλήκιο μήπως πάρω κανένα ξεροκόμματο για τη φαμίλια (Φεύγει).
Δεσποινίδες, Κυρίες, Κύριοι και αγαπητά μου παιδιά η παράσταση «Ο Καραγκιόζης διερμηνέας» έλαβε τέλος. Γεια σας ωρέ γεια σας!
ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ "ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ"


ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΝ "ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑ" ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ ΣΕ 2 ΜΕΡΗ:
ΜΕΡΟΣ 1ο

ΜΕΡΟΣ 2ο


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ "ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ"

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

O ΔΡΑΚΟΣ ΚΑΙ Η ΛΥΓΕΡΗ

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ...
Μιαν βολάν τζ΄έναν καιρόν, ένας δράκος κακός και πονηρός, φύλαγε την πηγή και δεν άφηνε το νερό να τρέξει να ποτίσει το χωριό. Εξεράναν οι τόποι κι εστραγκίσαν οι βρύσες και οι λάκκοι. Oι άνθρωποι και τα δεντρά περνούσαν δυστυχίαν μεγάλην.

Οι χωριανοί έτρεμαν τον δράκον γι’ αυτό και ό,τι τους εζήτα του το έκαναν, μα και πάλι ο δράκος όλο παραπάνω ήθελεν.

Μια μέρα, τράβηξε η όρεξη του να φάει τη ζωή έξι λεβέντηδων και μιας κοπέλας. Έπεψεν* μυνήματα και χαμπάρια, πως αν δεν του κάμναν το θέλημα του δεν θα άφηνε το νερό να τρέξει.

Όταν τ΄ άκουσε το μαύρο μαντάτο η μάνα της λυγερής, ότι προορίζαν το παιδί της για τα δόντια του θηρίου, ήθελε να πεθάνει από τον καημό της. Επήγεν ο μουχτάρης* με το δάσκαλο και εξηγήσαν της μάνας της λυγερής πως το θηρίο δέν ήθελε να την φάει. Ήθελε την της είπαν για παρέα και πως άμα του πέρναγε η μοναξιά, η λυγερή θα ερχόταν πάλε πίσω.

Η μάνα της λυγερής που εκτιμούσε τη γνώμη και του δασκάλου και του μουχτάρη, τους άκουσε για το καλό του χωριού.

Κατά τη δύση του ηλίου, ακούστηκε ένας κρότος από τη μεριά του βουνού. Εσειστήκαν οι ουρανοί, εσειστήκαν και οι καμινάδες. Τότε το νερόν ήρτεν ορμητικό και χορτάσαν νερό ούλοι οι χωριανοί, και τα χτηνά*, και τα δεντρά.

Η μάνα, εκαρτέρα την λυγερή να’ ρθει πριν να πιει νερό, μα η λυγερή δεν φάνηκε. Πήγε ο μουχτάρης να την παρηγορήσει:
− Πάψε να κλαίς ορή και η λυγερή περνά καλά εκεί που πήγε. Αγάπησε το θεριό κι έμεινε μαζί του. Ζει μες το παλάτι του ευτυχισμένη.
Η μάνα δεν έβγαλε μιλιά. Από τότε τα δάκρυα της τα φυλάει και τα κάμνει κόμπο. Τα αφήνει μόνο να τρέξουν μες την ρίζα μιας πικροδάφνης που φύτεψε για να θυμάται το παιδί της.

Οι χωριανοί ούλοι ακούσαν την ιστορίαν, μα κανένας δεν ετόλμησεν να την πει της μάνας. Ελαλούσαν πως η λυγερή, όταν είδε το θεριόν εφοβήθηκεν κι ανέβηκε στην κορφή ενός κυπαρισσιού να γλυτώσει. Τo θεριόν την κατάλαβε μα έκαμε πως εν την είδε. Έχασαν πρώτα την ζωήν τους οι έξι νέοι. Τα κορμιά τους τα άφηκε εκεί κατάχαμα. Μετά εφύσησε τη φωτιάν του προς την κορυφή του κυπαρισσιού και έριξεν την λυγερή κάτω σαν το πουλί το πετούμενο. Τρεις πιθαμές πριν να φτάσει το κορμί της στο χώμα, εμφανίστηκε ένας αϊτός κι άρπαξε την ψυχή της και την εγλύτωσεν από το θεριόν. Το κορμί της έμεινεν κια χαμαί με τα κορμιά των νέων. Ο αετός πέταξε κι εχάθηκε πάνω στα βουνά. Από την ημέρα εκείνη, νιώθει η ψυχή του ότι νιώθει και η ψυχή των πλασμάτων. Μα τα πουλιά αποστρέφουνται* την αδικία και το ψέμα, για κείνο και ο αετός δεν ξανακατέβηκε πια εις το χωριό.

Τριάντα δυο χρόνους ύστερα, ο αετός ήρθε στον ύπνο μιας γειτόνισσας που ήξερε την ιστορία. Πρωί – πρωί πήγε αυτή βιαστική στη μάνα της Λυγερής:

− Το παιδί σου γειτόνισσα πετά πάνω στις κορφές των βουνών. Εκεί που η μυρωδιά του σκίνου και του θυμαριού ανασταίνουν και καθαρίζουν τον αέρα, την πονηριά και την κακία του κόσμου. Ήρθεν εψές εις τον ύπνο μου και είπε μου να σου πω να ποτίζεις την πικροδάφνη που φύτεψες εις τ΄όνομα της και τα νυφικά που της έραψες είπε να τα φυλάξεις και να τα δωρίσεις στην πρώτη κοπέλα που θα στεφανωθεί άμα απελευτερωθεί το χωριό μας από τον δράκο.

Άμα κι΄άκουσεν το μήνυμα, η μάνα της λυγερής άρχισε να αμφιβάλει. Όπως και να τα έφερνε μες τον νου της, η ιστορία δεν ταίριαζε. Από την άλλη, πώς μπορούσε ο δάσκαλος και ο μουχτάρης να της λαλούν ψέματα; Τους ήξερε από τον καιρό που ΄ταν μωρά, κι ήταν πάντα άνθρωποι έντιμοι. Μιαν του ψεύτη δυο του κλέφτη βρέθηκε εις του μουχτάρη.

− Κύριε κοινοτάρχη, ήρθα να σου ζητήσω νέα για το παιδί μου. Είπες μου ότι το χωριόν ήθελε να την στείλει για συντροφιά του θεριού. Είπες μου ότι μόλις του επέρνα η μοναξιά, θα την άφηνε να ΄ρτει πάλε πίσω. Έχει τριανταδυό χρόνους τώρα τούτη η κουβέντα.

−Μα αφού σου είπα, πως η κόρη σου ερωτεύτηκε το δράκο, κι αποφάσισε να μείνει μαζί του. Τι μπορώ να κάμω εγώ ο κακορίζικος;

− Όπως την έστειλες να πάεις να τη φέρεις.

− Χωρίς τη θέλησή του εγώ το πλάσμα δεν μπορώ να το αναγκάσω.
− Καλά κύριε μουχτάρη, είπε η μάνα της λυγερής κι έφυγε.

Εκείνο που ΄θελεν να μάθει η μάνα το έμαθε. Σάν καθόταν ομπρός από το γραφείο του μουχτάρη, έριξεν το τσακμάκιν του χαμέ, τάχα που απροσεξίαν. Άμα εκείνος έσκυψεν να το πιάσει, σηκώθηκε το ποηνάριν* του παντελονιού του, κι εφάνηκεν η πέτσα του ποδιού του. Αντί να ‘χει τρίχες είχε λέπια. "Τον αθεόφοβο", εσκέφτηκεν. "Ποιος εν τούτος ο δράκος που εκατοίκησεν το κορμί του μουχτάρη μας; Και τον πραγματικόν μας μουχτάρη; Τι τον έκαμε; Πρέπει να πάω να ελέγξω και τον δάσκαλο".

− Ώρα καλή σου δάσκαλε.                                                                ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
− Καλώς την. Τι γίνεσαι; Περάστε.
− Ευχαριστώ τον γιε μου, ήθελα να μου πεις τι ώρα είναι.

Όσον κι εψήλωσεν το μανίκι του ο δάσκαλος να δει την ώρα, η μάνα της Λυερής παρατήρησε τα λέπια πάνω στο μπράτσο του.

− Έντεκα και μισή θεία.
− Ευχαριστώ γιε μου. Ο θεός να σου δώκει εκείνο που αξίζεις.
− Ευχαριστώ θειούλα μου.
"Κείνο που αξίζεις δράκο μασκαρά θα σου το δώκω εγώ", σκέφτηκε η μάνα της Λυγερής από μέσα της.

Μιαν του κλέφτη, δυο του μασκαρά, τρεις και η κακή του μέρα θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της. ΄Ηταν μια γερόντισσα αποκαμωμένη από τα βάσανα της ζωής.

− Μάνα! Θέλω να μου πεις το παραμύθιν της μαντούς που εσκότωσεν τους εκατόν έναν δράκους.
− Μα κόρη μου που το θυμήθηκες τώρα στα γεράματα σου; Το έλεγα της Λυγερής μας όταν ήταν μωρό. Κάτσε, πιάσε ένα σκαμνί και έλα κάτσε δίπλα μου να σου τω πω.

Μόλις είπε η κοκιάκαρού μιαν βολάν, η μάνα της λυγερής θυμήθηκε την τέχνη της μαντούς. Όστι να πει κι έναν καιρόν, εβρέθην εις την πόρτα του μουχτάρη.

− Πάλι ήρθες;
− Άκου να δεις κύριε μουχτάρη. Ξέρεις πόσον σε υπολογίζω
− Ξέρω ξέρω, λαλεί ο μουχτάρης κορδωτός*.
− Ξέρεις ακόμα, πως η στετέ μου ήτουν μάϊσσα, κι έκαμνεν γιατροσόφκια με τα φυτά.
− Ποιος δεν το ξέρει, λαλεί ο μουχτάρης.
− Μες το σεντούκι που μας άφηκε, ήβρα την συνταγή του φαρμάκου της αθανασίας. Εσκέφτηκα ότι τέτοιο καλό μουχτάρη που ΄χουμε, αν τον λούσω με το ζουμί της αθανασίας, το χωριό μας θα τον έχει για πάντα.
− Ου Παναΐα μου, τι τύχη είν’ αυτή που με ήβρε! Πες μου γλήγορα τι πρέπει να κάμω!
− Θέλω να μου φέρεις έναν χαρτζί με γάλα και έναν χαρτζί με πίσσα.
Βουρητός ο μουχτάρης της τα έφερε.
− Τωρά θέλω να μου φέρεις άλλο ένα χαρτζί με γάλα και άλλο ένα χαρτζί με πίσσαν.
΄Εφερεν της τα και κι κείνα ο μουχτάρης.
Έβαλεν τα χαρτιά πάνω στη φωτιά, και έτσι σαν εξιλόϊζεν τον μουχτάρην με τα λοούθκια της, κι εκόνιζεν τον πως εν να γινεί αθάνατος, εχαμήλωσεν την φωτιά στα δυο χαρτιά, κι εψήλωσεν την στα άλλα δυο. Περίμενε καμπόση ώρα και του λέει:

− Θα γεμώσω μιαν βάτταν με γάλα και μιαν βάτταν με πίσσα. Να βάλεις το δαχτίλι σου μέσα και να μου πεις αν η βράση* είναι καλή. Αν σου κάμνει, θα σε λούσω μια πρώτη στρώση από το ζουμί της αθανασίας. Κατόπιν θα κλείσεις τα μάτια σου, και όσο πιο γλήγορα γίνεται, θα σε λούσω και με την δεύτερη. Εκείνη που θα σου δώκει την αιώνια ζωή.

Βάζει το δαχτίλι του ο μουχτάρης μες την βάτταν με το γάλα και ήβρεν τη βράση ότι πρέπει.

− Χάτε κόρη! Βάλε ομπρός.
Έλουσεν του πρώτα μιαν βάτταν με πίσσα λιωμένη και μιαν βάτταν με γάλα ζεστό.

− Άντε κόρη, έκλεισα και τα μάτια μου. Τέλειωνε γλήγορα τη δουλειά.

Πιάνει η μάνα μια βάττα πίσσα χογλαστή και μιαν βάτταν γάλα χογλαστό, λούζει τον ψευτομουχτάρη και τον ζεμάτισε. Κάμνει τα ρούχα του πάνω, τι να δει; Ένα δράκο μασκαρεμένο με την φορεσιά, με την καλοσύνη και με την εντιμότητα του μουχτάρη.

"Άβρα τινί", λαλεί του η μάνα, και μιαν του μασκαρά, δυο του μουχτάρη, εβρέθην εις του δάσκαλου. Αφού και κείνος ήταν που την ίδιαν πάστα, εν ήταν δύσλολον να του κάμει την ίδιαν τέγνην. Μόλις άκουσε για αθανασία εσιάστησεν σαν το μωρό.

Άμαν ετέλειωσεν την δουλειά, έπιασεν τα κορμιά τους δράκους και πήρε τα στην εκκλησιά. Έπαιξεν την καμπάνα κι εσύναξε τους χωριανούς ούλους.

− Έτους κιαμέ και πιάστε τους. Είχαμε τόσα χρόνια τα θεριά μέσα μας κι δεν το πήρε κανένας μας χαμπάρι; Τον πραγματικό μουχτάρη και τον πραγματικό δάσκαλο εφάαν τους, όπως εφάαν και τους παίθκιους που τους εμπιστευτήκαμε. Τώρα ποιος θε να πάει να σκοτώσει το θεριό που μας κρατεί το νερό και δεν το αφήνει να τρέξει;

− Το τρέμετε α! Το φοβάστε ε!. Θα πάω εγώ βρε. Μια κοκιάκαρη* γυναίκα. Θα πάω να πάρω πίσω την ψυχή του παιδιού μου.

Μια του μουχτάρη, δυο του φοβιτσιάρη, βρέθηκε η κακόμοιρη στην πηγή. Μόλις έφτασε ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν που το φόβο της. Ελαλούσαν στον χωριό πως πάνω εις την ράχη του θεριού εκακκαρίζαν περτίκια. Και μόνον έναν δόντι του εγέμιζε ένα κάρο, και πως τ΄άνοιμα του ρουθουνιού του ήταν ίσια με την καμάρα του σπιτιού του δίχωρου.

"Πως να μπορέσω πλάστη μου με μιαν πιθαμή μαχαίρι ν’ αποτελειώσω έτσι θηρίον δρακουντεμένον;" Οο Θεός την άκουσε, κι ακούστηκε μια φωνή που τον ουρανό να της λαλεί:
− Να πιάσεις μολύβι και χαρτί και να γράψεις πάνω τους φόβους σου. Κατόπιν να πιάσεις το χτένι που τα μαλλιά σου, να το τρίψεις σαν την τσακμακόπετρα πάνω στο γρανίτη, και ν’ ανάψεις το χαρτί. Αν δεν τους πολεμήσεις έτσι τους φόβους σου ούλους, ο δράκος δεν θα λείψει που τον κόσμο.

Όπως της είπε η φωνή έκαμε. Μόλις το χαρτί γίνηκε στάχτη έγινε και ο φόβος της κορνιαχτός, κι έφυγε κι ο δράκος που μέσα που την κατάτρωε.

Εβούρησεν εις το χωριόν. Μια του φοβιτσιάρη, δυο του ατρόμητου, βρέθηκε στην αυλή της εκκλησιάς. Εστήσαν βιολιά και λαούτα, κι εχόρευαν έξι μέρες κι έξι νύχτες. Και την έκτη ημέρα εστεφανώσαν και την πεντάμορφην με το νέο π' αγάπα και της φορέσαν το νυφικό της λυγερής.

Που τότε, ήξεραν ποιον, πως άμα δεν έρχόταν το νερό, ήταν που δεν έβρεχεν, κι όχι πως το κράταεν ένας δράκος. Και κάμναν οικονομία στο νερό για να ΄χουν και κείνοι και τα παιδιά τους.

Εζήσαν έτσι τζείνοι καλά, κι μεις καλύτερα.

Λεξιλόγιο: Έπεψεν= έστειλε
Μουχτάρης= Κοινοτάρχης
χαρτζί =δοχείο
αποστρέφουνται= απεχθάνονται, αντιπαθούν
κοκιάκαρη= ταλαίπωρη, κακόμοιρη, δύσμοιρη
έπαιξεν την καμπάνα =χτύπησε την καμπάνα
εβούρησεν= έτρεξε ασυγκράτητη
ποηνάρι= πατζάκι, το κάτω μέρος του παντελονιού
κορδωτός= καμαρωτός
βράση= θερμοκρασία

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Τα Δίδυμα Αδέρφια. Αφρικάνικο Παραμύθι

Από την Anna-Maria Vasilaki
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γυναίκα που είχε δίδυμα αγόρια. Τον Λουέμπα και τον Μαβούγκου.
Την ημέρα που γεννήθηκαν μια μάγισσα έδωσε στη μητέρα δύο πέτρες στρογγυλές και λείες. Της είπε ότι αυτά είναι τα φυλαχτά τους και ότι δεν έπρεπε ποτέ να τα βγάλουν από το λαιμό τους και όταν τα παιδιά μεγαλώσουν να τους ενημερώσει. Η γυναίκα έκανε ακριβώς όπως της είπε η μάγισσα και τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν δύο πολύ όμορφα παλικάρια.
Ένα πρωί ο Μαβούγκου αποφάσισε να ταξιδέψει γιατί ζωή στο χωρίο του φαινόταν πολύ μονότονη και τον είχε κουράσει. Έτσι το ανακοίνωσε στη μητέρα του.
- Δεν έχω καμία αντίρρηση να φύγεις παιδί μου και να ταξιδέψεις αλλά στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα μαζί σου μιας και είμαστε τόσο φτωχοί.
- Δεν πειράζει μητέρα, είπε ο Μαβούγκου, άλλωστε είναι καιρός να δοκιμάσω και τη δύναμη του μαγικού μου φυλαχτού!
Έτσι αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κατευθύνθηκε προς το δάσος. Όταν έφτασε εκεί, έκοψε μερικά φύλα και τα άγγιξε με το φυλαχτό του και ρίχνοντας τα ένα, ένα κάτω είπε:
«να γίνεις άλογο»
«να γίνεις μαχαίρι»
« να γίνεις τουφέκι»
Έτσι και έγινε! Ένα πανέμορφο άσπρο άλογο ξεπήδησε μπροστά του, ένα μαχαίρι βρέθηκε κρεμασμένο στο ζωνάρι του και τέλος ένα τουφέκι περάστηκε στον ώμο του. Ο Μαβούγκου χάρηκε πολύ. Καβάλησε αμέσως το άλογο και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κάποια στιγμή κουράστηκε και πείνασε. Τότε κρατώντας το φυλαχτό του είπε:
- Λοιπόν φυλαχτό μου; Κουράστηκα και πείνασα. Θα με αφήσεις να πεθάνω της πείνας; Και αγγίζοντας μια πέτρα ένα τεράστιο και πλουσιοπάροχο τραπέζι απλώθηκε μπροστά του με όλες τις λιχουδιές. Έτσι, ο Μαβούγκου αφού έφαγε ήπιε και ξαπόστασε συνέχισε το ταξίδι του.
Όχι πολύ μακριά από εκεί που ξαπόστασε ο Μαβούγκου υπήρχε μια πολιτεία πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς της πολιτείας αυτής είχε μια κόρη όμορφη αλλά και πολύ πεισματάρα. Πολλοί την είχαν ζητήσει για γυναίκα τους αλλά εκείνη συνεχώς αρνιόταν.
Ο Μαβούγκου έφτασε λοιπόν στην πολιτεία και στάθηκε για λίγο στην ακροποταμιά. Εκεί έτυχε να είναι και ή βασιλοπούλα τις με φίλες της. Μόλις αντίκρισε τον Μαβούγκου, γύρισε στο σπίτι τρέχοντας και
είπε στους γονείς της:
- Βρήκα τον άντρα που θα παντρευτώ και αν δεν τον πάρω θα πεθάνω.
Τότε ο βασιλιάς διέταξε την φρουρά του να ψάξουν να βρουν το ξένο και να τον φέρουν στο παλάτι για να του κάνει το τραπέζι.
Ο Μαβούγκου, όταν του είπαν οι φρουροί ότι τον ζητάει ο βασιλιάς να του κάνει το τραπέζι δέχτηκε και με τη βοήθεια του φυλαχτού του πήγε και πλούσια δώρα στο βασιλιά.
Σίγουρα ο Μαβούγκου έκανε πολύ καλή εντύπωση στον βασιλιά ο οποίος έδωσε την ευχή του να γίνου οι γάμοι αμέσως.
Στο σπίτι όπου έμεινε το ζευγάρι υπήρχαν τρεις καθρέπτες σκεπασμένοι. Ο Μαβούγκου ήταν πολύ περίεργος και ρώτησε τη γυναίκα του ποιος ο λόγος που ήταν σκεπασμένοι οι καθρέπτες. Η γυναίκα, του είπε ότι είναι επικίνδυνο να τους κοιτάξει κανείς. Ο Μαβούγκου όμως επέμενε ότι ήθελε να του δει. Τότε η γυναίκα του υποχώρησε και τράβηξε το ύφασμα από τον πρώτο καθρέπτη. Έτσι, ο Μαβούγκου αντίκρισε μέσα στον καθρέπτη την πόλη που γεννήθηκε.
- Σ’ αυτόν τον καθρέπτη, όπως κατάλαβες, όποιος κοιτάξει θα δει την πόλη που γεννήθηκε του είπε η γυναίκα του. Στον δεύτερο καθρέπτη βλέπει κανείς τα μέρη όπου ταξίδεψε του είπε και τράβηξε το ύφασμα.
-Και στον τρίτο καθρέφτη; Ρώτησε όλο περιέργεια ο Μαβούγκου!
-Στον τρίτο καθρέπτη καλό θα ήταν να μην κοιτάξει κανείς γιατί θα δει μια πολιτεία που αν τη επισκεφτεί δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει ποτέ.
-Εγώ θα κοιτάξω, είπε ο Μαβούγκου όλο εγωισμό και τράβηξε το ύφασμα. Η εικόνα της πολιτείας φοβερή όπως ήταν τον τρόμαξε άλλα συνάμα του γέννησε την επιθυμία να ψάξει να την βρει και να την επισκεφτεί.
-Σε παρακαλώ μην πας, τον παρακάλεσε η γυναίκα του. Ξέρω ότι δεν θα ξαναγυρίσεις ποτέ, του είπε άλλα εκείνος δεν άκουγε τίποτα.
Είχε πάρει τη απόφαση του! Θα πήγαινε ο κόσμος να χαλούσε. Έτσι καβάλησε το άλογό του και ξεκίνησε. Ταξίδεψε μήνες ολόκληρους. Πέρασε βουνά και λαγκάδια και μια μέρα συνάντησε μια γριά καθισμένη δίπλα από ένα μεγάλο σωρό από μαύρες και άσπρες πέτρες.
-Δε μου λες γριά. Έχεις φωτιά για την πίπα μου; Την ρώτησε ο Μαβούγκου.
-Κατέβα από το άλογο σου και έλα εδώ, του είπε η γριά.
Μόλις ο Μαβούγκου πλησίασε και η γριά τον άγγιξε μεταμορφώθηκε σε μαύρη πέτρα και το άλογό του σε άσπρη πέτρα.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα και πίσω στην πατρίδα ο δίδυμος αδελφός Λουέμπα, μην έχοντας νέα του Μαβούγκου από την ημέρα που έφυγε, αποφάσισε να πάει να τον βρει.
Πήγε λοιπόν στο δάσος και αφού έκοψε και αυτό χορτάρια με την βοήθεια του μαγικού φυλαχτού έκανε άλογο, μαχαίρι και τουφέκι. Ταξίδεψε αρκετό καιρό και κάποια μέρα βρέθηκε στην πολιτεία που είχε παντρευτεί ο αδερφός του.
Μόλις βρέθηκε εκεί όλοι τον περιτριγύρισαν φωνάζοντας χαρούμενοι «γύρισε ο Μαβούγκου, ο άντρας της πριγκηπέσας.
Έτσι κατέβηκε από το άλογο και η όμορφη πριγκίπισσα του είπε:
-Ώστε γύρισες λοιπόν άντρα μου! Πόσο χαίρομαι! Άδικα ο Λουέμπα προσπάθησε να εξηγήσει ότι δεν ήταν ο Μαβούγκου. Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι που δεν άκουγαν τίποτα. Και κανείς δεν τον πίστευε ότι και να έλεγε.
Έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να καταλάβει μόνο του τι συνέβη στον αδελφό του. Αυτό δεν άργησε να γίνει, γιατί καθώς γύρισαν με την πριγκίπισσα σπίτι, εκείνη του είπε: - Δεν πιστεύω να θέλεις να ξαναδείς τους καθρέπτες;
-Φυσικά και θέλω. Και μάλιστα να μου τους δείξεις γρήγορα, της είπε.
Έτσι ο Λουέμπα είδε την πόλη που γεννήθηκε, στον πρώτο καθρέπτη. Τα μέρη από όπου πέρασε στο ταξίδι του, στον δεύτερο καθρέπτη. Και φυσικά παρατήρησε όλο ενδιαφέρον την πόλη όπου αν κανείς πήγαινε δεν θα γυρνούσε ποτέ. Έτσι δεν του ήταν και πολύ δύσκολο πια να καταλάβει τι είχε γίνει. Έτσι χωρίς να χάσει καθόλου καιρό είπε:
- Ξέχασα κάτι εκεί πέρα. Θα ξαναφύγω να το πάρω και θα γυρίσω γρήγορα.
- Να πας άντρα μου, άλλα να γυρίσεις γρήγορα, είπε αυτή τη φορά η πριγκίπισσα αφού νομίζοντας ότι ήταν ο Μαβούγκου που είχε γυρίσει δεν υπήρχε φόβος να ξαναπάει.
Έτσι αφού ο Λουέμπα ταξίδεψε για πολλές μέρες, έφτασε στον σωρό από τις μαύρες και άσπρες πέτρες όπου δίπλα του καθόταν η γριά.
-Γριά, έχεις φωτιά για την πίπα μου; την ρώτησε
- Κατέβα από το άλογο σου και κόπιασε κοντά μου, του είπε η γριά, κοιτάζοντάς τον περίεργα.
Ο Λουέμπα το ένιωσε το παράξενο κοίταγμα. Κατέβηκε λοιπόν από το άλογο του αλλά αντί να απλώσει το χέρι του στη γριά, την άγγιξε με το φυλαχτό του. Τότε η γη άνοιξε με μια και κατάπιε την γριά η οποία δεν σταμάτησε να ουρλιάζει. Στη συνέχεια ο Λουέμπα έριξε το φυλαχτό του πάνω στο σωρό από τις μαύρες και άσπρες πέτρες. Με μιας άρχισαν οι άσπρες πέτρες να μεταμορφώνονται σε άλογα και οι μαύρες σε όμορφα παλικάρια. Ανάμεσα του διέκρινε και τον αδερφό του το οποίο πλησίασε και αγκαλιαστήκαν μέσα σε δάκρυα χαράς.
Έτσι ανέβηκαν στα άλογά τους και πήραν το δρόμο του γυρισμού.
Φανταστείτε τη έκπληξη που ένιωσαν όλοι οι κάτοικοι και ιδιαίτερα η πριγκίπισσα και η οικογένεια της όταν αντίκρισαν τα δύο αδέρφια που έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό. Τους εξήγησαν βέβαια την ιστορία τους και το γλέντι που έγινε ήταν τόσο μεγάλο που κράτησε για μέρες.
Όταν ο Μαβούγκου μπήκε στο σπίτι του διαπίστωσε ότι οι τρεις καθρέπτες είχαν χαθεί. Βλέπετε μόλις η γριά εξαφανίστηκε λύθηκαν και τα μάγια. Έτσι εξαφανίστηκαν και οι τρεις μαγεμένοι καθρέφτες. Και κανείς πια δεν έμαθε ξανά τίποτα για την πολιτεία που όποιος πήγαινε δεν ξαναγύριζε ποτέ.
Στο μεταξύ ο Λουέμπα είχε φύγει για να επιστρέψει πίσω στη πατρίδα του όπου η μητέρα του τον περίμενε όλο αγωνία για να μάθει νέα του Μαβούγκου. Ο Λουέμπα της εξιστόρησε τα νέα και την πήρε να την πάει στην πολιτεία, να δει το γιό της Μαβούγκου και την γυναίκα του, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν γίνει βασιλιάδες αφού διαδέχτηκαν στο θρόνο τους γονείς της. Εκεί έζησαν κοντά τους μέχρι την τελευταία της πνοή.
Από την Anna-Maria Vasilaki
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Το Χαμομηλάκι και το Γαϊδουράγκαθο


Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πευκοδάσους, ζούσε ένα μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. Τα φύλλα του ήταν πολλά. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τα μετρήσει. Ποιος ο λόγος άλλωστε; Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης και είχε καλύτερα πράγματα να κάνει. Παρατηρούσε τα πουλιά και τις πεταλούδες που χόρευαν γύρω του, μύριζε τα αρώματα που έρχονταν από το δάσος και χαμογελούσε με τον αέρα που έκανε τα αγριόχορτα να του γαργαλάνε τα πόδια.
Στο ίδιο μέρος, λίγα εκατοστά πιο μακριά, ζούσε ένα γαϊδουράγκαθο. Ήταν ψηλό, με δυνατό κορμό, κοφτερά αγκάθια και ένα μεγάλο μωβ λουλούδι. Η αλήθεια είναι πως έδειχνε -και ήταν- πολύ επιβλητικό. Στεκόταν αγέρωχο και έδειχνε να χαίρεται τη θέση του, ψηλότερα από όλα τα υπόλοιπα φυτά της περιοχής. Ήταν όμως ψηλομύτικο και σκληρός χαρακτήρας. Η σχέση του με τα υπόλοιπα φυτά δεν ήταν καλή. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να το συμπαθήσουν έτσι όπως ήταν γεμάτο σαρκασμό και έτοιμο να ειρωνευτεί οποιονδήποτε για το παραμικρό;
Μια φορά, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι, όταν διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματα τους, του είπε χαμογελαστά: “Καλημέρα φίλε μου…”. Αντί να απαντήσει, το γαϊδουράγκαθο τινάχτηκε επιδέξια και ...
εκτόξευσε ένα μικρό αγκάθι του προς το χαμομηλάκι, καταφέρνοντάς του ένα μικρό σκίσιμο σε ένα από τα φυλλαράκια του.
“Αααχ! Αυτό πόνεσε…” διαμαρτυρήθηκε το χαμομηλάκι.
“Ας πρόσεχες!…” του είπε αυστηρά το γαϊδουράγκαθο. “…που να σε δω έτσι όπως είσαι άσχημο και μπασμένο”. Και λύθηκε στα γέλια.
Ο καιρός περνούσε και το γαϊδουράγκαθο πείραζε συνεχώς το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. “Χα χα χα… Πως είσαι έτσι;”, “Πάλι θα αφήσεις να σου πάρουνε τη γύρη; Κορόιδο…”.
Καυχιόταν ακόμα για τον εαυτό του: “Εγώ είναι ψηλό, όμορφο και δυνατό. Κανείς δεν τολμάει να τα βάλει μαζί μου. Τα δυνατά αγκάθια μου θα τον κάνουν να το μετανιώσει…”
Το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι δεν παραπονιόταν. Η αλήθεια ήταν πως ακόμα και αυτά τα πειράγματα του γαϊδουράγκαθου ήταν η μοναδική ένδειξη πως κάποιος πρόσεχε ότι υπήρχε. Τα υπόλοιπα φυτά δεν του έδιναν σημασία και σπάνια το άκουγαν όποτε μίλαγε επειδή ήταν πολύ χαμηλό και ντροπαλό.
Τις νύχτες, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι σκεφτόταν τρόπους για να απαντήσει στις προσβολές του γαϊδουράγκαθου και την αδιαφορία των άλλων. Δεν το έκανε όμως ποτέ, κι ας είχε έτοιμες τις απαντήσεις. Κάποιες φορές μόνο τις συλλογιζόταν για να μη νιώθει τόσο άσχημα όταν το σχολίαζαν. Έτσι κυλούσαν οι μέρες στην άκρη του μακρινού πευκοδάσους.
Μια μέρα, τη στιγμή που το γαϊδουράγκαθο επιδιδόταν στην αγαπημένη του ασχολία, το πείραγμα των υπολοίπων, συνέβη κάτι το απρόβλεπτο. Δυο άνθρωποι, που πέρναγαν από εκεί κοντά σταμάτησαν και άρχισαν να συζητούν. Ο ένας από αυτούς ξαφνικά κοίταξε επίμονα το γαϊδουράγκαθο, λες και καταλάβαινε την οδύνη που προκαλούσε στα άλλα φυτά, και με μια γρήγορη κίνηση το ξερίζωσε επιδέξια.
“Καλά έκανες…” είπε ο άλλος άνθρωπος, “θα έβγαζε κανένα μάτι εκεί…”.
Αφού κουβέντιασαν λίγο ακόμα, οι άνθρωποι έφυγαν. Τότε έπεσε σιωπή. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Το άλλοτε παντοδύναμο και μισητό γαϊδουράγκαθο βρισκόταν πεταμένο και άψυχο πάνω στα αγριόχορτα.
Από εκείνη τη μέρα τα πάντα άλλαξαν. Γελιέται όμως όποιος νομίζει πως το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι ήταν ευτυχισμένο. Αν και τα πειράγματα του γαϊδουράγκαθου το ενοχλούσαν και το έκαναν να νιώθει άσχημα, ήταν τα τελευταία λόγια που του είχε απευθύνει κανείς.
Το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι ένιωθε μοναξιά. Σα να μη έφτανε αυτό, ο καιρός είχε περάσει και ένιωθε πως γερνούσε. Ο κορμός του πια δεν το βαστούσε με την ίδια δύναμη, τα φύλλα του είχαν αρχίσει να χάνουν την παλιά τους φρεσκάδα… Ήξερε πως το τέλος του δεν ήταν μακριά. Στενοχωριόταν. Δεν είχε κανέναν να μοιραστεί τις σκέψεις του, κανέναν να γελάσει ή έστω να καυγαδίσει. Έτσι μέρα με τη μέρα μαραινόταν ακόμα πιο πολύ.
Ο καιρός είχε πια ζεστάνει αρκετά. Ένα πρωί, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι ένιωθε πως εκείνο ήταν το τελευταίο του πρωινό. Ευχήθηκε λοιπόν με όλη του τη δύναμη να γίνει ένα θαύμα. Να του δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει. Είχε κάτι σημαντικό να πει. Όμως τι; Δε θυμόταν πια. Το χαμομηλάκι κοίταξε κουρασμένα δυο μικρά παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που είχαν καθήσει κοντά του και απολάμβαναν τον ήλιο. Αχ, ας μπορούσε να τους μιλήσει, ας μπορούσαν να το ακούσουν…
Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η ώρα και ήρθε το μεσημέρι… Κάποια στιγμή, το χαμομηλάκι είδε το κορίτσι που καθόταν κοντά του να δίνει ένα φιλί στο μικρό αγόρι και να φεύγει. Πριν προλάβει να σκεφτεί τίποτα, το αγοράκι γύρισε προς το μέρος του, κοίταξε το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι και το πήρε στα χέρια του.
Λίγες στιγμές πριν παραδώσει την ψυχή του, το χαμομηλάκι ένιωσε να βγαίνουν τα φυλλαράκια του ένα – ένα και άκουσε μια αγορίστικη φωνή να λεει: “Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά…μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά…”

(Και μια λεπτομέρεια: Τα φύλλα του ήταν επτά.)
ΑΠΟ: PAPET
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ "ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ"

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Σαν Παραμύθι του παππού...

Η φλογέρα του βασιλιά, τα ποντίκια, οι γάτες που τα έφαγαν και οι σκύλοι που έδιωξαν τις γάτες από το νησί...
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που φορούσε συνέχεια στέμμα και κόκκινη χλαμύδα από ακριβό βελούδο. Αγαπούσε τη μουσική μα περισσότερο από όλα τα όργανα λάτρευε την φλογέρα. Δεν είχε άδικο για αυτή του την προτίμηση γιατί αποδείχθηκε ότι η φλογέρα ήταν μαγική. Ο ήχος της και τα σκαμπανεβάσματα στην κλίμακα του “ντο” και του “σολ” μάγευε τα ποντίκια, τα έκανε πειθήνια όργανα, τα τύφλωνε στα μάτια και στο νου.
Έτσι για να σώσει τη χώρα του ο καλός βασιλιάς από τον αλόγιστο πολλαπλασιασμό των ποντικιών αποφάσισε να επέμβει. Πώρε τη φλογέρα και παίζοντας άρχισε να διασχίζει τους δρόμους του βασιλείου του. Και ώ του θαύματος! Πίσω σχηματίσθηκε μία ατέλειωτη ουρά από τα σιχαμερά αυτά ζώα. Μπροστά λοιπόν ο βασιλιάς και πίσω του τα στίφη των ποντικιών. Σώθηκε η χώρα, εξαφανίστηκαν τα ποντίκια και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Όμως κάποια από αυτά σκαρφάλωσαν σε πλοίο, το πλοίο βυθίστηκε σε κάποιο ταξίδι και τα ποντίκια βγήκαν σε κοντινό νησί. Σε ένα χρόνο εκεί στο νησί πολλαπλασιάστηκαν πάρα πολύ και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φέρουν γάτες. Έτσι οι ποντικοί εξαφανίστηκαν, οι γάτες όμως αυξήθηκαν και αυτές πάρα πολύ.
Ο γεροντότερος του νησιού πρότεινε να φέρουν σκύλους για να διώξουν τις γάτες και τον άκουσαν. Ήρθαν και οι σκύλοι, ο τόπος γέμισε από γαβγίσματα και νιαουρίσματα, ομηρικές μάχες στους δρόμους και τα σοκάκια. Πάνε και οι γάτες άλλες ξεσκίστηκαν από τα σκυλιά άλλες έπεσαν στη θάλασσα και από δω πάνε και οι άλλοι....
Τα πάντα ησύχασαν στο μικρό νησί, ήρθε ο χειμώνας , όλοι κούρνιασαν κοντά στο τζάκι κάπου ακούγονταν κανένα γάβγισμα ή μερικά γρυλίσματα.
Ουφ! Πάει το κακό, το νησί βρήκε την ηρεμία του, όλοι λένε ότι ο σκύλος είναι ο πιστός φίλος του ανθρώπου και ο καλύτερος φύλακας. Φυλάει τα πρόβατα από τους λύκους , τα κοτέτσια από τις αλεπούδες, τον άνθρωπο από όλα τα κακά. Στό νησί όμως ούτε λύκους είχαν, ούτε αλεπούδες, ούτε άλλα κακά. Ζούσαν ήρεμα, ζούσαν φτωχικά, ζούσαν όλοι αγαπημένοι.
Οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη. Τέλειωσε ο χειμώνας, τα δέντρα άρχισαν να αναρριχούν, το ένα μετά το άλλο πετούν τα μπουμπούκια τους και το ένα μετά το άλλο τα νέα σκυλάκια, κουτάβια ακόμη, ξεπετάχτηκαν από τις φωλιές τους και γέμισαν γαυγίσματα το μικρό νησί.
Ήταν τόσα πολλά και τόσο όμορφα, άσπρα, καφετιά, γκρίζα, με μαύρες βούλες και τσαχπίνικες μουσούδες. Όλοι έπαιζαν μαζί τους, τα χαίρονταν και τα αγαπούσαν όμως σιγά-σιγά άρχισαν τα προβλήματα. Τα μικρά μεγάλωσαν, το φαγητό τους λιγόστευε, οι δρόμοι βρώμισαν αυτά θέριεψαν και αγρίεψαν. Δεν γνώριζαν τους φίλους τους, ξέχασαν τα παιδικά παιχνίδια, η πείνα ήταν ολοφάνερη στα μάτια και στην κοιλιά τους, τα κατοικίδια ζώα του χωριού μέρα με τη μέρα λιγόστευαν , κότες, κουνέλια, χήνες βρήκαν το μπελά τους, μα προχθές χάθηκαν και δύο πρόβατα. Να σήμερα το πρωί χάθηκαν τρία μικρά κατσικάκια.
Το νησί αναστατώθηκε, έγινε αμέσως σύναξη των κατοίκων για να βρεθεί λύση. Μία ήταν και μοναδική: να διώξουν τα σκυλιά. Εύκολο ήταν όμως! Πώς και με ποιο τρόπο θα γινόταν αυτό. Άλλοι επέμεναν, άλλοι αντιδρούσαν. Τι φταίνε τα καημένα τα ζωντανά , ψυχή έχουν και αυτά. Ναι, απαντούσαν οι άλλοι ,ψυχή έχουν, αλλά στο τέλος δεν θα έχουμε εμείς και τα άλλα ζωντανά στο νησί. Και τα οφείλουμε χάρη, έλεγαν οι πρώτοι, γιατί αυτά έδιωξαν τις γάτες, που έδιωξαν τους ποντικούς που έφαγαν το φυτίλι, ντίλι, ντίλι κ.λ.π. κ.λ.π. Οι συζητήσεις ατέρμονες και ατελέσφορες, τα κατοικίδια ζώα όλο και λιγόστευαν. Ξάφνου ένα πρωί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κουφάρια, σκύλων, ο ένας κοιτούσε τον άλλον, όλοι σιγομουρμούριζαν ο καθένας προσπαθούσε να μαντέψει ποιος το έκανε αυτό.
Τα πράγματα ησύχασαν κάπως, το κακό περιορίστηκε, τα πιο ήρεμα σκυλιά φυγαδεύτηκαν σε άλλα νησιά, τα άγρια έμειναν μακριά από τους ανθρώπους, απομονωμένα και στο τέλος πέθαναν από την πείνα. Το νησί ησύχασε ,όλοι βρήκαν την ηρεμία τους όταν ξάφνου ένα πρωί άκουσαν τον ήχο της φλογέρας να έρχεται από το λιμάνι. Έτρεξαν τρομαγμένοι και είδαν το βασιλιά με την λαμπερή κορώνα και τον βελούδινο μανδύα να κατεβαίνει από το καράβι φυσώντας τη φλογέρα του. Τι ήταν αυτά τα μαύρα πράγματα που κινούνταν πίσω από το βασιλιά; Ω Θεέ μου, πάλι τα ποντίκια! Μα τι του ήρθε αυτού του ευλογημένου να τα φέρει στο νησί μας;. Είδαμε και πάθαμε να ησυχάσουμε. Τι φταίμε τέλος πάντων, ποιον πειράξαμε μονολογούσαν οι κάτοικοι του νησιού. Δεν είναι τόπος για απόβλητα εδώ το νησί μας είναι καθαρό και ήσυχο. Το περιβάλλον μας μυρίζει φρέσκο οξυγόνο , δεν την θέλουμε την απόπνοια αυτών των βρωμερών και επικίνδυνων ζώων.
Με τα πολλά με τα λίγα η φλογέρα δεν ξανακούστηκε, ας είναι καλά ο καλός βασιλιάς μας λυπήθηκε και τα πήγε σε άλλο νησί!
Αλεξ. Δημητρακόπουλος
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗN ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ "ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ''

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Συνταγή για ψωμί. Φτιάξτε το δικό σας νόστιμο ψωμί εύκολα και γρήγορα!

(Από τη φίλη μας την Αντωνία, 11 ετών)
Το να φτιάξεις φρέσκο, λαχταριστό, νόστιμο ψωμί είναι λιγότερο δύσκολο από όσο φαντάζεσαι! Δοκίμασε να το κάνεις και θα δεις! (Πάντα με τη βοήθεια ενός μεγάλου)
Υλικά: 1 φακελάκι ξηρή μαγιά, 1,5 κουταλάκι του γλυκού αλάτι, 1 κουταλάκι ζάχαρη, 2 κούπες νερό χλιαρό και περίπου 750 γραμμάρια αλεύρι.
Εκτέλεση: Βάζω τη μαγιά, το αλάτι, τη ζάχαρη και το νερό σε μια λεκάνη με λίγο από το αλεύρι (περίπου 200 γραμμ.) και τα ανακατεύω καλά. Προσθέτω σιγά - σιγά το υπόλοιπο αλεύρι, μέχρι να γίνει μια ωραία ζύμη που δεν κολλάει στα χέρια. Ίσως χρειαστεί λίγο αλευράκι ακόμη ή μπορεί και να περισσέψει λίγο.
Παίρνω ένα στρογγυλό ταψί και το αλείφω με λίγο λαδάκι για να μην κολλήσει το ψωμί. Αν υπάρχει λαδόκολλα, αντί να το λαδώσω, στρώνω στο ταψί τη λαδόκολλα (κι έτσι γλυτώνω και την πολλή φασαρία στο πλύσιμο του ταψιού).
Βάζω την κουζίνα στους 40ο-50οC και αφήνω το ταψί με το ψωμί για μία ώρα μέχρι να φουσκώσει. ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ Η ΖΥΜΗ ΘΑ ΞΕΦΟΥΣΚΩΣΕΙ.
Μόλις περάσει η 1 ώρα βάζω την κουζίνα στους 180 βαθμούς και ψήνω για 45 λεπτά περίπου μέχρι να πάρει το ψωμί ένα ωραίο καστανό χρώμα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ... ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...